Κατεβάστε το Κείμενο σε αρχείο pdf
Ανασκόπηση Ακαδημαϊκού Προσωπικού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα
Σχέση αριθμού φοιτητών με αριθμό διδασκόντων και Χρηματοδότηση
Υπάρχουσα κατάσταση στην Ελλάδα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες
Βανέσσα Κατσαρδή, Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Γιώργος Σταμπουλής, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
[Ευχαριστούμε τον ερευνητή Γιάννη Κιουβρέκη για τις παρατηρήσεις του]
[Κάθε κείμενο εργασίας του Δικτύου για την Υπεράσπιση της Δημόσιας Εκπαίδευσης συντάσσεται από θεματική ομάδα εργασίας και αποστέλλεται στα μέλη του Δικτύου της αντίστοιχης βαθμίδας για παρατηρήσεις πριν τη δημοσιοποίησή του. Κάθε κείμενο φέρει την υπογραφή των μελών που συνέβαλαν στη συγγραφή του και την έγκριση από το σύνολο των μελών του Δικτύου της αντίστοιχης βαθμίδας.]
Είναι κοινός τόπος ότι η αναλογία των φοιτητών σε σχέση με τον αριθμό των διδασκόντων στη χώρα είναι μεγάλος. Αυτό γίνεται φανερό όταν αναλύσουμε τα σχετικά στοιχεία της ΕΕ (Eurostat), τα οποία επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Από τον διαφορετικό τρόπο καταγραφής των διδασκόντων προκύπτουν πολύ μικρές διαφοροποιήσεις, π.χ. αν οι διδάσκοντες είναι μόνο μέλη ΔΕΠ ή περιλαμβάνονται και τα μέλη ΕΔΙΠ. Σε κάθε περίπτωση αυτά διευκρινίζονται στους παρακάτω πίνακες και διαγράμματα και δεν επηρεάζουν τα συμπεράσματα.
Το κρίσιμο μέγεθος είναι ο αριθμός φοιτητών ανά διδάσκοντα. Διδάσκοντες εδώ θεωρούνται το σύνολο των τακτικών διδασκόντων. Η συνολική καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης το 2018 στην ΕΕ και στις υπό ένταξη ή συνεργαζόμενες χώρες με την ΕΕ φαίνεται στις Εικόνες 1 και 2.
Στις εικόνες εμφανίζονται επίπεδα εκπαίδευσης. Παραθέτουμε εδώ για ευκολία τη σημασία τους.
- Επίπεδο 5: Μεταλυκειακή εκπαίδευση
- Επίπεδο 6: Πτυχίο
- Επίπεδο 7: Μεταπτυχιακό ή Integrated Masters (π.χ. Πολυτεχνεία που απονέμουν πλέον MEng)
- Επίπεδο 8: Διδακτορικό
Το επίπεδο 5 στη χώρα μας επηρεάζει ελάχιστα τη συνολική εικόνα που παρουσιάζεται σε αυτό το κείμενο όπως τεκμηριώνεται παρακάτω.

περισσότερες χώρες οι τιμές ταυτίζονται με τα επίπεδα 6-8 ή παρουσιάζουν αμελητέες
διαφορές. Στην Ελλάδα οι τιμές αφορούν το επίπεδο 6-8 καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία για
επίπεδο 5. Πηγή: Eurostat

εκπαίδευση επίπεδα 5-8. Πηγή: Eurostat

2015 και το 2017 στη χώρα. Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ.

Πηγή: Eurostat.
Από το Εικόνα 1 φαίνεται ότι στην Ελλάδα, παρατηρείται πολύ μεγάλη απόκλιση από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (ΕU28) στον αριθμό των φοιτητών (ή σπουδαστών) που αντιστοιχούν σε κάθε διδάσκοντα, για το 2018 44.4 έναντι 13.2, δηλαδή σχεδόν 3.5 φορές μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών/διδασκόντων σε σχέση με την ΕU28. Όπως φαίνεται από την Εικόνα 2 αυτή η απόκλιση είναι σταθερά μεγάλη από το 2013 και μετά και αποτυπώνει την πολύ μεγάλη αποχώρηση των διδασκόντων ΑΕΙ-ΤΕΙ από τη χώρα, την συνταξιοδότηση και τις μηδενικές νέες θέσεις ή αναπλήρωσεις θέσεων από το 2010 έως το 2014. Με την αλλαγή της πολιτικής για την παιδεία και την προκύρηξη νέων θέσεων από το 2015 έως και το 2019 (στοιχεία εδώ μέχρι το 2018), υπήρξε προκήρυξη νέων θέσεων και μία τάση βελτίωσης της αναλογίας αυτής (έως και ~13% μείωση το 2017). Πράγματι, κατά την περίοδο 2015-2017 αυτό επετεύχθη χωρίς τη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από την Εικόνα 3 φαίνεται ότι η αναλογία φοιτητών/διδασκόντων ήταν ελαφρώς πιο επιβαρυμένη στα ΤΕΙ από ότι στα ΑΕΙ της χώρας, με αυξητικές τάσεις και στις δύο κατηγορίες εκπαίδευσης από το 2015 έως το 2017. Από την Εικόνα 4 φαίνεται ότι το ποσοστό του πληθυσμού το οποίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έχει αυξηθεί κατά 10% από το 2015 έως και το 2017, γεγονός που καθιστά τη μείωση του λόγου φοιτητών/διδάσκοντα ακόμα πιο σημαντική, γιατί σηματοδοτεί την πραγματική μείωση του αριθμού των διδασκόντων και όχι την αύξηση του αριθμού των φοιτητών. Το 2018 όμως ο λόγος αυτός αυξήθηκε ξανά γιατί η τροφοδότηση με νέες θέσεις στα πανεπιστήμια δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το ρυθμό αποχωρήσεων λόγω συνταξιοδότησης και, σε μικρότερο βαθμό, την αύξηση του αριθμού των φοιτητών.
Συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι πιθανά ο πιο απλός τρόπος αντιμετώπισης του παραπάνω προβλήματος είναι η μείωση του αριθμού των φοιτητών και όχι η πρόσληψη νέων διδασκόντων. Μάλιστα αυτό διατυπώνεται με τρία επιχειρήματα στο δημόσιο λόγο:
- Στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με την ΕΕ, σπουδάζουν όλοι και αυτό δεν είναι απαραίτητο.
- Στην Ελλάδα έχουμε λιμνάζοντες (ή αιώνιους) φοιτητές, κάτι που δεν συμβαίνει στην ΕΕ, που επιβαρύνουν την αναλογία φοιτητών/διδασκόντων, αλλά και γενικότερα την εκπαιδευτική διαδικασία, και επομένως πρέπει να διαγράφονται οι φοιτητές που αργούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.
- Η οικονομική κρίση πρέπει να μας οδηγεί σε «συνετές» επιλογές προσλήψεων προσωπικού και να εξοικονομούμε πόρους όπου μπορούμε.
Παρακάτω προσπαθούμε να προσεγγίσουμε με στοιχεία τα παραπάνω επιχειρήματα.
1
Στην Ελλάδα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ακολουθεί την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (7,1%) και αυτό αποτυπώνει το μεγάλο ενδιαφέρον του ελληνικού πληθυσμού για ανώτερες και ανώτατες σπουδές (Εικόνα 4). Πράγματι, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι 1,8 φορές μεγαλύτερος από την ΕU28 (3,9%). Αυτό το ποσοστό μεγαλώνει κάθε χρόνο (στοιχεία εδώ από το 2013), όπως ειπώθηκε και παραπάνω. Όμως, η τεράστια απόκλιση της αναλογίας φοιτητών/διδάσκοντα σε σχέση με τις χώρες της ΕΕ (Εικόνες 1, 2) δεν οφείλεται αποκλειστικά στη μεγάλη αναλογία φοιτητών/πληθυσμό. Αυτό γιατί το πρώτο είναι 3,5 φορές μεγαλύτερο το 2018, ενώ το δεύτερο είναι 1,8 φορές μεγαλύτερο.
Έτσι, ακόμη και με πιθανή μείωση του αριθμού των φοιτητών στον ΕU28 μέσο όρο, η Ελλάδα ακόμη υπολείπεται του ΕU28 στη σχέση αριθμού φοιτητών/διδάσκοντα περισσότερο από 1,5 φορά.
Είναι γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο αφήγημα βασίζεται εν μέρει και στο επιχείρημα ότι τόσους απόφοιτους δεν τους χρειαζόμαστε, επιδιώκοντας να απονομιμοποιήσει τη δημόσια επένδυση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Τα δεδομένα της Eurostat τους διαψεύδουν (Εικόνες 5 και 6), δείχνοντας σαφή υστέρηση της χώρας σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στο ποσοστό αποφοίτων σε σχέση με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, παρά τη σταθερή αύξηση (εδώ η εικόνα μπορεί να είναι και εξωραϊσμένη, καθώς πολλοί απόφοιτοι έχουν μεταναστεύσει, δίχως αυτό να αποδίδεται στη σχετική απογραφή). Οι προηγμένες χώρες έχουν επενδύσει συστηματικά στη μόρφωση των πολιτών τους σε ανώτατο επίπεδο και συνεχίζουν να ενισχύουν την προσπάθεια.
Πράγματι, όπως φαίνεται στην Εικόνα 5, το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 25-64 που είναι πτυχιούχοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης έχει φτάσει το 31,7% (Eurostat Στοιχεία 2018) ενώ ήταν μόλις στο 22,9% το 2009, πάντα υπολειπόμενο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (25% και 32,7% αντίστοιχα) και με σημαντική υστέρηση από τις κοινωνικά πιο προηγμένες χώρες της ΕΕ. Όταν το ηλικιακό φάσμα μεγαλώνει η χώρα μας βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μόλις τα τελευταία χρόνια, με την πολιτική αύξησης των φοιτητών που εισάγονται στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, φτάσαμε σε αυτό. Η χώρα μας υπολείπεται κατά πολύ της Ισπανίας, της Γαλλίας του Βελγίου και του Ηνωμένου Βασιλείου. Με τον συνδυασμό των στοιχείων από τις Εικόνες 4 και 5 για το 2018 γίνεται φανερό ότι ενώ έχουμε περισσότερους φοιτητές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, είμαστε στον μέσο όρο των αποφοίτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε αυτό το σημείο, προσθέτουμε και άλλο ένα στοιχείο. Ο φόρτος σπουδών στα ελληνικά ιδρύματα είναι συστηματικά μεγαλύτερος από το φόρτο σπουδών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή ο μέσος χρόνος σπουδών (τα ν έτη, όπου ν ο ελάχιστος χρόνος για ολοκλήρωση των σπουδών, αλλά και ο φόρτος των μεταπτυχιακών) είναι μεγαλύτερος από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο φόρτος μετριέται σε διδακτικές μονάδες ECTS και εν γένει 30 μονάδες αντιστοιχούν σε ένα ακαδημαϊκό εξάμηνο, και στο προπτυχιακό και στο μεταπτυχιακό επίπεδο. Βλέπουμε από την Εικόνα 7α ότι στην Ελλάδα για να ολοκληρώσει κανείς δύο κύκλους σπουδών (πρώτο πτυχίο και μεταπτυχιακό, Επίπεδο 7) χρειάζεται κατά μέσο όρο περισσότερες διδακτικές μονάδες ECTS από ότι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και επομένως περισσότερα ακαδημαϊκά εξάμηνα. Επιπλέον, από την Εικόνα 7β φαίνεται ότι >20% των φοιτητών στην Ελλάδα παρακολουθούν προγράμματα σπουδών που οδηγούν απευθείας σε επίπεδο 7 (Integrated Masters) που είναι πάλι το μεγαλύτερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τις Εικόνες 7α και 7β συμπεραίνουμε ότι οι Έλληνες φοιτητές για να αποκτήσουν προσόντα Επιπέδου 7 πρέπει να ολοκληρώσουν επιτυχώς περισσότερα εξάμηνα σπουδών, και επομένως συστηματικά και υποχρεωτικά στη χώρα μας μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού βρίσκεται στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό επίσης εξηγεί τα διαχρονικά υψηλά ποσοστά της εικόνας 4.
Ο αριθμός των ενεργών φοιτητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα (Επίπεδα 5-8) καλώς είναι σε αυτά τα επίπεδα και δεν πρέπει να μειωθεί, εφόσον θέλουμε να διατηρήσουμε τους δείκτες κοντά ή σε υψηλότερα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αντίθετα θα πρέπει να ενισχυθεί η πρόσβαση πολιτών από μεγαλύτερες ηλικιακές κατηγορίες.




2
Ένα από τα ζητήματα που αναδεικνύει η νέο-συντηρητική πολιτική για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι αυτό των «αιώνιων» φοιτητών. Πέρα από το πρακτικό ζήτημα, ότι δεν υπάρχουν σαφή δεδομένα, ούτε υπάρχει σημαντική επιβάρυνση των ΑΕΙ, αλλά ούτε και για τον κρατικό προϋπολογισμό εν γένει, καλό είναι να δούμε και πιο βαθιά στην ουσία των ζητημάτων. Πώς προκύπτουν οι αιώνιοι φοιτητές; Προφανώς από τη δυσκολία ή αδυναμία περαίωσης των σπουδών στον θεωρητικά προβλεπόμενο χρόνο. Όταν καθυστερεί η αποφοίτηση αυτό θα αποτυπωθεί στον αριθμό των εγγεγραμμένων φοιτητών.
Το πραγματικό ζήτημα λοιπόν είναι η καθυστέρηση στον χρόνο περαίωσης των σπουδών, σε σχέση με τον προβλεπόμενο χρόνο. Προφανώς όσοι ζουν μέσα και γύρω από τα Πανεπιστήμια γνωρίζουν ότι υπάρχει ζήτημα. Είναι όμως το φαινόμενο ελληνικό ή διεθνές;
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2015 (τα νεότερα διαθέσιμα) ο αριθμός προπτυχιακών των φοιτητών έως το νιοστό έτος (όπου ν ο ελάχιστος χρόνος σε έτη για ολοκλήρωση των σπουδών) είναι περίπου το 50% του συνόλου των φοιτητών (Εικόνα 8). Στην Εικόνα 1 φαίνεται το σύνολο του αριθμού των ενεργών φοιτητών στα επίπεδα 5-8 (προπτυχιακό έως και διδακτορικό) σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα και όχι όσοι φοιτούν μέχρι το νιοστό έτος. Η αναλογία φοιτητών έως το νιοστό έτος προς διδάσκοντες για το σύνολο των τακτικών διδασκόντων είναι στη χώρα μας πάνω από 19 φοιτητές για κάθε τακτικό διδάσκοντα. Σύμφωνα με την Εικόνα 1, ακόμη και παίρνοντας μόνο τους έως ν έτη φοιτητές, αυτή η τιμή είναι 44% μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για όλα τα επίπεδα σπουδών.

Τι συμβαίνει όμως στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο με τον χρόνο που απαιτείται για αποφοίτηση; Διεθνώς καταγράφεται μεγάλη απόκλιση μεταξύ της θεωρητικής και της πραγματικής διάρκειας των σπουδών. Οι αιτίες που επισημαίνονται και από τους διεθνείς οργανισμούς είναι ποικίλες. Αφορούν, μεταξύ άλλων, στην κρίση, στο μορφωτικό επίπεδο και στο εισόδημα των γονέων, αλλά και στους πόρους που το κράτος επενδύει στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ (Εικόνα 9) ο μέσος χρόνος αποφοίτησης στον θεωρητικό χρόνο σπουδών είναι μόνο 39% των φοιτητών, ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 67% μετά από 3 έτη. Μόνο στο ΗΒ το ποσοστό ξεπερνά το 70%. Στις ΗΠΑ το ποσοστό αποφοίτησης στον θεωρητικά προβλεπόμενο χρόνο είναι 39,4%, ενώ σε χρόνο ν+3 χρόνια είναι μόλις 60% (50% στα ιδιωτικά κερδοσκοπικά)[1]. Από την Εικόνα 8 διαπιστώνεται –ακόμη και μετά από μια διόρθωση της τάξης του 20 ή 25% λόγω της διαφορετικής μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται– ότι η χώρα μας δεν υστερεί σε σχέση με τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Συμπερασματικά, οι λιμνάζοντες φοιτητές αποτελούν ένα διεθνές ζήτημα (και όχι απαραίτητα πρόβλημα) και δεν συντελούν καθόλου στις τεράστιες αποκλείσεις του λόγου του αριθμού των φοιτητών/διδάσκοντα σε σχέση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που παρουσιάστηκε στην Εικόνα 1. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού φοιτητών που εγκαταλείπουν ή καθυστερούν τις σπουδές τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι χώρες κεντρικά έχουν υιοθετήσει πολιτικές αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου. Στη σχετική έκθεση της Κομισιόν του 2015 με τίτλο Dropout and Completion in Higher Education in Europe, παρατίθενται αυτές οι πολιτικές και εξετάζεται η αποτελεσματικότητά τους. Όλες οι πολιτικές συνδέονται με χρηματοδότηση της φοιτητικής μέριμνας, με αύξηση των υποτροφιών ή/και χρηματοδότηση των σπουδών, με υιοθέτηση ενισχυτικής διδασκαλίας και όλα αυτά με εξαιρετικά αποτελέσματα. Στην Εικόνα 9 εμφανίζονται τα βελτιωμένα αποτελέσματα σε μία σειρά από χώρες μετά από την υιοθέτηση αυτών των πρακτικών. Καμία χώρα δεν υιοθετεί σαν κίνητρο για ολοκλήρωση των σπουδών στον προβλεπόμενο χρόνο, τη διαγραφή των φοιτητών.

3
Αυτό που στην πραγματικότητα λείπει είναι η σημαντική και συστηματική επένδυση στον τομέα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Από τα δεδομένα φαίνεται ότι έχουμε εκτός από τον χειρότερο δείκτη στην αναλογία φοιτητών προς ακαδημαϊκό προσωπικό, όπως είδαμε παραπάνω, και πολύ χαμηλά επίπεδα δημόσιας δαπάνης ανά φοιτητή (Εικόνα 10). Η Ευρώπη των 28 έχει μία τάξη μεγέθους πάνω από τη χώρα μας στο ποσό ετήσιας δαπάνης ανά φοιτητή. Αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις στην ποιότητα των παρεχόμενων σπουδών, εργαλείων, πρόσβαση σε ηλεκτρονικά προγράμματα/ αριθμητικά μοντέλα και διεθνείς ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες, εξοπλισμό εργαστηρίων, αριθμό μελών ΔΕΠ, αμοιβές προσωπικού κλπ.

Από την Εικόνα 10 γίνεται φανερό ότι η ετήσια δαπάνη ανά φοιτητή είναι η σχεδόν τελευταία στην EU28 και 7 φορές μικρότερη από το μέσο όρο, όταν χώρες που πέρασαν οικονομική κρίση όπως η Πορτογαλία έχουν 3 φορές μεγαλύτερη δαπάνη ανά φοιτητή, ενώ η Γαλλία και η Γερμανία έχουν ετήσια δαπάνη ανά ενεργό φοιτητή 7 και 9 φορές μεγαλύτερη από τη χώρα μας. Οι δε χώρες προτυπο σε ζητήματα παιδείας, όπως οι σκανδιναβικές, έχουν πάνω από 15 φορές μεγαλύτερες ετήσιες δαπάνες/φοιτητή.
Αν δούμε τα ίδια στοιχεία σαν ποσοστό του ΑΕΠ, η δαπάνη για όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης (Εικόνα 11α) στη χώρα μας είναι από τις μικρότερες στην ΕU28. Είμαστε στην ίδια κατηγορία με τις χώρες των Ανατολικών Βαλκανίων και την Ιταλία, ξοδεύουμε 30% λιγότερο από την Τουρκία και το ένα τρίτο σε σχέση με τη Δανία. Αν επικεντρωθούμε στην Τριτοβάθμια (Εικόνα 11β) οι διαφορές είναι ακόμη πιο απογοητευτικές, μιας και δαπανούμε κάτω από το 50% σαν ποσοστό του ΑΕΠ από ό,τι στην ΕU27, πάνω από 2,5 φορές λιγότερο από ότι η Τουρκία και 4 φορές λιγότερο από ό,τι η Δανία.
Τα παραπάνω δεδομένα συνδέονται άμεσα με το ακαδημαϊκό προσωπικό, τόσο με τις αμοιβές όσο, κυρίως, με το πλήθος και εν τέλει την αναλογία με τους φοιτητές. Έτσι, η Ελλάδα διακρίνεται αρνητικά για την αναλογία φοιτητών προς ακαδημαϊκό προσωπικό, σχεδόν διπλάσια από την επόμενη χειρότερη επίδοση και τριπλάσια από τις περισσότερες χώρες. Δεν χρειάζεται να επισημάνει κανείς το αυτονόητο, ότι η ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας εξαρτάται άμεσα από την ποιότητα και το πλήθος του προσωπικού. Στο δεύτερο υστερούμε δραματικά.



Πιο κατατοπιστικά είναι τα διαγράμματα που παρουσιάζονται στις Εικόνες 12 και 13, τα οποία συνδυάζουν τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στις Εικόνες 1 και 10, 11. Δυστυχώς η χώρα μας βρίσκεται σε θλιβερή μοναξιά τόσο ποιοτικά (αντικατοπτρίζεται στον αριθμό μελών ΔΕΠ/φοιτητή) όσο και οικονομικά (αντικατοπτρίζεται στη ετήσια δαπάνη/φοιτητή ή στο %ΑΕΠ για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση).
Για να καλύψουμε το κενό χρειάζεται όχι απλά να συνεχισθεί αλλά και να ενισχυθεί η προσπάθεια που ξεκίνησε στην περίοδο 2015-2019, με τον επειγόντως αυξημένο προγραμματισμό των προσλήψεων και την ενίσχυση της διδακτορικής και μεταδιδακτορικής έρευνας (ΙΚΥ και ΕΛΙΔΕΚ), ώστε να αντιμετωπισθεί και να αναστραφεί η απώλεια δυναμικού (brain drain) και να ενισχυθεί η παραγωγή νέου ποιοτικά επαρκούς δυναμικού, τόσο για τον ακαδημαϊκό όσο και για τον παραγωγικό τομέα.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην κριτική της έκθεσης Πισσαρίδη για τα Ελληνικά Δημόσια Πανεπιστήμια, στην οποία αναφέρεται ότι κανένα ελληνικό δημόσιο ίδρυμα δεν βρίσκεται μεταξύ των 100 πρώτων του κόσμου. Αρχικά, αυτό είναι παραπλανητικό γιατί πολλά τμήματα ή σχολές βρίσκονται μεταξύ των πρώτων 100 παγκοσμίως, ανεξάρτητα αν δεν βρίσκεται ένα ολόκληρο ίδρυμα σε τόσο υψηλή θέση. Σύμφωνα με τη λίστα της Σανγκάης που επικαλείται και η έκθεση, 6 Ελληνικά ιδρύματα βρίσκονται στα 1000 καλύτερα του κόσμου για το 2020 και 7 το 2019. Χώρες με παρόμοιο πληθυσμό με εμάς στην Ευρώπη έχουν ίδιας τάξης μεγέθους αριθμό ιδρυμάτων στα κορυφαία του κόσμου και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Αλλά και σε άλλες λίστες όπως η QS Rankings η ίδια εικόνα παρουσιάζεται. Σύμφωνα με τη μελέτη[1] των δημοσιεύσεων και ετεροαναφορών των καθηγητών παγκοσμίως στη διεθνώς αναγνωρισμένη λίστα δεδομένων Scopus από καθηγητές του πανεπιστημίου του Stanford, το 2% των επιστημόνων με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως και, σύμφωνα με επεξεργασία που έγινε από τον καθηγητή Παν. Θεσσαλίας Α. Παπαϊωάννου, το 6% των Ελλήνων πανεπιστημιακών και ερευνητών (648) ανήκει σε αυτή τη λίστα. Με περαιτέρω επεξεργασία αυτών των στοιχείων διαφαίνεται ότι οι δαπάνες για έρευνα σε Ελληνες πανεπιστημιακούς και ερευνητές πιάνουν τόπο καλύτερα από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα! Τα σχετικά άρθρα στις σημειώσεις[2],[3]. Σε αυτό το σημείο θεωρούμε σημαντικό να εντάξουμε το σχόλιο του Δημήτρη Αναστασίου (Dimitris Anastasiou), Αναπληρωτή Καθηγητή του Southern Illinois University των ΗΠΑ, στην επιχειρηματολογία μας, το οποίο το παραθέτουμε αυτούσιο:
«Επτά ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται μεταξύ των 1000 καλύτερων του κόσμου, σύμφωνα με την ARWU αξιολόγηση (λίστα Σαγκάης) και κάποιοι αναρωτιούνται κατά πόσο αυτό είναι καλό.
Παρά τα προβλήματα στα κριτήρια παρόμοιων κατατάξεων και τα σχετικά politics για αντιπροσώπευση των χωρών, η σχετική θέση της Ελλάδας είναι εξαιρετικά καλή. Έτσι στο γράφημα ο άξονας y δείχνει τον αριθμό των καλύτερων 1000 πανεπιστημίων ανά 1 εκ. κατοίκους. Ο άξονας x δείχνει το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (ΑΕΕ) δηλ. τον πλούτο που κυκλοφορεί στην χώρα όχι απλά παράγεται. Η σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών είναι ισχυρή για τις 61 χώρες[4] που έχουν πανεπιστήμια στο Top-1000 (R = .705). Οι χώρες πάνω από τη γραμμή παλινδρόμησης τα πάνε καλύτερα ακαδημαϊκά από ό,τι οι χώρες κάτω από τη γραμμή σε σύγκριση πάντα με το κατά κεφαλήν ΑΕΕ τους.
Η Ελλάδα (περίπτωση 31) είναι αισθητά πάνω από τη γραμμή παλινδρόμησης (η μεσαία γραμμή). Οι περιπτώσεις που φαίνονται να είναι outliers (overperformers) (Ισλανδία [44], Μάλτα [61], Εσθονία [41]) μπορεί και να μην είναι με λογικά κριτήρια –απλά έχουν ένα πανεπιστήμιο στη λίστα και λόγω του μικρού τους μεγέθους αυτό μετράει.
Ουσιαστικά, στη βάση στατιστικών και λογικών κριτηρίων, οριακά over-performer είναι μόνο η Φιλανδία (No 17) και οριακά under-performer είναι η Νορβηγία (No 13) και η Ιαπωνία (12).
Eπίσης, η Κύπρος (Νο 58) τα πάει καλά αν και έχει ένα πανεπιστήμιο στο Top-1000.
Οι ΗΠΑ (Νο 1) είναι παραδόξως κάτω από τη γραμμή που σημαίνει ότι έχουν υποεπίδοση. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι έχουν στη λίστα των Top-1000 258 πανεπιστήμια, αυτό είναι σχετικά κάτω από τις οικονομικές τους δυνατότητες (62850 δολάρια κατά κεφαλήν AEE) σε συνάρτηση και με το πληθυσμιακό τους μέγεθος (327 εκατομμύρια). »
Δέκα (10) από τα 26 Ελληνικά Πανεπιστήμια κατατάσσονται στα κορυφαία 1001 σύμφωνα με αξιολόγηση του Times Higher Education World University Rankings 2021 που αξιολογεί 1500+ πανεπιστήμια από 93 χώρες. Στην webometrics όπου κατά γράφονται άνω των 30 χιλιάδων Πανεπιστημίων, πριν την πρόσφατη αναδιάρθρωση όλα τα (Δημόσια) Πανεπιστήμια βρίσκονταν στο κορυφαίο 10% –με την εξαίρεση του νεαρού Διεθνούς Πανεπιστημίου και της ΑΣΚΤ που έχει άλλα χαρακτηριστικά, αλλά παρόλα αυτά βρίσκονται στο κορυφαίο 30%. Κανείς άλλος τομέας της ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας δεν έχει τόσο καλές επιδόσεις.
Με λίγα λόγια, η πραγματικότητα είναι ότι στα Ελληνικά Πανεπιστήμια ζούμε ένα μικρό θαύμα. Το θέμα είναι πόσο θα αντέξουμε, καθώς μετά το μικρό διάλλειμα ενίσχυσης των δαπανών και των διορισμών τα χρόνια 2015-2019 επιστρέφουμε στις πολιτικές ασφυξίας της δημόσιας Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει χρόνια κρίση χρηματοδότησης, αλλά και νομιμοποίησης. Με την πολιτική 2015-19 ενισχύθηκε συστηματικά στο πλαίσιο των συνθηκών, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, με την ουσιαστική αύξηση της συνολικής δαπάνης για Έρευνα και Ανάπτυξη από 0,6% σε πάνω από 1% του ΑΕΠ, με την αξιοποίηση του ΕΣΠΑ και χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως αυτών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Η Δημόσια Δαπάνη για τα Πανεπιστήμια έχει ήδη μειωθεί κατά πάνω από 10% στον προϋπολογισμό του 2021 και προβλέπεται να μειωθεί κι άλλο από το 2022 και μετά, στο 80% των λειτουργικών δαπανών των Πανεπιστημίων. Το υπόλοιπο 20% θα δίνεται με βάση τους νέους δείκτες αξιολόγησης και έτσι όχι σε όλα τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα. Ταυτόχρονα, βλέπουμε συνεχώς προσπάθειες απονομιμοποίησης και απαξίωσης του Δημόσιου Πανεπιστημίου, καθώς κάποιοι αντιλαμβάνονται την εκπαίδευση ως αγορά μεμονωμένων ατόμων και όχι ως συλλογική επένδυση. Υπονομεύεται όμως έτσι και η προοπτική μετάβασης σε ένα σύγχρονο και δίκαιο αναπτυξιακό μοντέλο, με λιγότερες ανισότητες και καλύτερη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
[1] U.S. Department of Education, National Center for Education Statistics (2019) “Graduation rates”,
U.S. Department of Education, National Center for Education Statistics. (2019). The Condition of Education 2019 (NCES 2019-144), Undergraduate Retention and Graduation Rates.
[2] Note: For countries with true cohort data, the completion includes students who transferred and graduated from another tertiary level.
- Year of reference differs from 2017. Refer to the source table for details.
- Completion rate of students who entered a bachelor’s programme does not include students who transferred to and graduated from short-cycle programmes.
- The theoretical duration plus 3 years refers to the theoretical duration plus 2 years.
- Data do not include entrants to 6-year bachelor’s programmes, which correspond to about 2% of total entrants at this level.
- Data refer only to the hautes écoles (HE) and the écoles des arts (ESA), representing about 60% of entrants to bachelor’s or equivalent programmes.
- Data refer to estimated completion rates based on a modelled relationship between future graduates and students still enrolled.
Countries and economies are ranked in descending order of completion rate by theoretical duration (true cohort) or cross cohort.
Source: OECD (2019), Table B5.1. See Source section for more information and Annex 3 for notes (https://doi.org/10.1787/f8d7880d-en).
[3] Ioannidis, J. P., Boyack, K. W., & Baas, J. (2020). Updated science-wide author databases of standardized citation indicators. PLoS Biology, 18(10), e3000918.
[4] https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/sti-lista-me-toys-koryfaioys-ston-kosmo-648-%E2%80%98ellines-panepistimiakoi
[5] https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/ereyna-oi-dapanes-gia-ereyna-pros-ellines-panepistimiakoys-pianoyn-topo-kalytera?fbclid=IwAR1irnzKNq5tUkgf7AuWGeIJDeAqOZwQBeZlEQ1nVf-6qC9ljIxq7TlS5vY
[6] Η Ταιβάν δεν περιλαμβάνεται στην ανάλυση γιατί η Παγκόσμια Τράπεζα δεν δίνει ΑΕΕ επειδή είναι εκτός ΟΗΕ.