Μπορεί να αλλοιωθεί το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου; Ένα πρόβλημα δημοκρατίας

Κατεβάστε το Κείμενο σε αρχείο pdf

Στέφανος Δημητρίου
Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

[Ευχαριστώ την επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Μαρία Καβάλα για τις παρατηρήσεις της.]

 

[Κάθε κείμενο εργασίας του Δικτύου για την Υπεράσπιση της Δημόσιας Εκπαίδευσης συντάσσεται από θεματική ομάδα εργασίας και αποστέλλεται στα μέλη του Δικτύου της αντίστοιχης βαθμίδας για παρατηρήσεις πριν τη δημοσιοποίησή του. Κάθε κείμενο φέρει την υπογραφή των μελών που συνέβαλαν στη συγγραφή του και την έγκριση από το σύνολο των μελών του Δικτύου της αντίστοιχης βαθμίδας.] 

 

Το παραπάνω ερώτημα είναι αφετηρία για να διατυπωθεί μια υπόθεση εργασίας, ένα σενάριο για το πώς μπορεί να  αλλοιωθεί το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου διά της χειραγωγήσεώς του. Είναι μια προσπάθεια να σκεφτούμε σε διαφορετικό πλαίσιο, δηλαδή να σκεφτούμε το αυτοδιοίκητο ως ένα πρόβλημα δημοκρατίας που θα πρέπει να επιλυθεί διά του περιορισμού της, σε ό, τι αφορά τη λειτουργία των πανεπιστημιακών διοικητικών οργάνων. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο μάλλον σκέφτεται και ενεργεί η «άλλη πλευρά». Γνωρίζουμε ότι το εμπόδιο είναι το άρθρο 16 του Συντάγματος. Συνεπώς,  η εν λόγω υπόθεση θα πρέπει να σχηματισθεί και να αναπτυχθεί σε αναφορά με το ακόλουθο, υπό εξέταση, ερώτημα: πόσο αποτελεσματικά μπορεί να προστατεύσει το άρθρο 16 του Σ. τον αυτοδιοίκητο χαρακτήρα του Πανεπιστημίου και, κατά συνέπεια, την αναγκαία δημοκρατική λειτουργία του;

Γνωρίζουμε ότι όλη η μέχρι τώρα, κατά καιρούς, διεξαγόμενη συζήτηση συνέδεε όλα τα παραπάνω με σχεδιασμούς που επεδίωκαν την αναθεώρηση του άρθρου 16, άρα το ζήτημα θα είναι εάν, χωρίς να υπάρξει τέτοια αναθεώρηση, μπορεί να επηρεαστεί το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, άρα να περιοριστεί η δημοκρατική λειτουργία του. Η δημοκρατική λειτουργία ή περιστέλλεται ή χειραγωγείται. Η ανωτέρω διατυπωθείσα υπόθεση εστιάζεται στο δεύτερο, δηλαδή στη χειραγώγηση. Ας δούμε τώρα πώς μπορεί να γίνει αυτό, άρα και πώς – στην περίπτωση που μας φανεί εύλογη η εν λόγω υπόθεση ως πιθανό σχέδιο – θα πρέπει να σκεφτούμε εμείς τη δική μας στάση και συνακόλουθη αντιμετώπιση:

  1. Αυτό που θα εξεταστεί στη συνέχεια είναι το σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η αλλοίωση, η οποία με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο εκφράστηκε με τη δήλωση της Άννας Διαμαντοπούλου, κατά την περίοδο της υπουργικής της θητείας, ότι δηλαδή ο σκοπός ήταν «να αλλάξουμε το DNA του Πανεπιστημίου». Τι ακριβώς, όμως, είναι αυτό που θα αλλάξει και το οποίο κάνει το Πανεπιστήμιο να είναι αυτό που είναι; Εάν ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα, τα οποία, όπως θα δούμε, μπορούν και αυτά να αλλάξουν, εφόσον καθορίζονται από αυτό το DNA, το Πανεπιστήμιο θα το ορίζαμε ως την κοινότητα αυτών που παράγουν γνώση και διδάσκουν, εκείνων που την διδάσκονται, καθώς και του διοικητικού προσωπικού, που πρέπει να κάνει τον αντίστοιχο διοικητικό μηχανισμό να δουλεύει. Ωστόσο, ξέρουμε ότι αυτή η ακαδημαϊκή κοινότητα μόνο αναγόμενη στη σφαίρα του δέοντος είναι ενιαία. Κατά τα άλλα, είναι πεδίο αντιμαχόμενων στρατηγικών προσανατολισμών και συναφών κυριαρχικών βλέψεων, καθώς, βεβαίως, και οικονομικών ωφελημάτων.
  2. Σύμφωνα, πάντως, με το Σύνταγμα, η πολιτεία υπέχει την υποχρέωση να προστατεύει την προαγωγή της γνώσης και της επιστήμης, παρέχοντας τις υλικές, οικονομικές προϋποθέσεις προς επίτευξη αυτού του στόχου. Αυτό σημαίνει ότι εγγυάται και τη διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, χωρίς την οποία το ερευνητικό και διδακτικό έργο δεν γίνεται να υπηρετήσουν του σκοπούς που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα. Θα πρέπει, λοιπόν, να δούμε πώς συνδέεται αυτό με το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, αλλά και την πιθανή, κατά την εξεταζόμενη υπόθεση, αλλοίωσή του.
  3. Η έννοια της αυτοδιοίκησης συνδέεται στενά με τη θεσμική διάσταση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Η αρχή της αυτοδιοίκησης καθιερώθηκε, για να στηρίξει και να υπηρετήσει την ακαδημαϊκή ελευθερία. Γι’ αυτό και το Πανεπιστήμιο είναι ο μόνος θεσμός που έχει πλήρως τη δυνατότητα αυτοδιοίκησης των ζητημάτων του. Χωρίς την αρχή της αυτοδιοίκησης, δεν σχηματίζεται το νομικό πρόσωπο του Πανεπιστημίου. Η τελευταία διαμορφώνεται, από το Σύνταγμα, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην μπορεί να τροποποιηθεί από τον κοινό νομοθέτη. Συνεπώς, η αλλαγή, αλλοίωση του χαρακτήρα, η μείωση του εύρους ή και η χειραγώγηση της αρχής της αυτοδιοίκησης από την πολιτική εξουσία θα επιχειρηθεί αλλιώς. Θα εκφραστεί στην οργανωτική μορφή του θεσμού του Πανεπιστημίου. Ξέρουμε ότι αυτή η μορφή αποτυπώνεται στη διοικητική και δημοσιονομική του αυτοτέλεια. Το ότι, για παράδειγμα, το Πανεπιστήμιο, δηλαδή η ακαδημαϊκή του κοινότητα, έχει τη δυνατότητα εκλογής των διοικητικών οργάνων του είναι κάτι που συστοιχεί πλήρως προς τη φύση του νομικού του προσώπου. Εκφράζεται, όμως, και αλλιώς: στο ότι κάθε Πανεπιστήμιο μπορεί να διαχειρίζεται την περιουσία του και με τη σύνταξη σχετικού προϋπολογισμού και με την άσκηση δημοσιονομικού ελέγχου. Ωστόσο, η δημοσιονομική αυτοτέλεια δεν σημαίνει και οικονομική αυτάρκεια. Και γι’ αυτό, άλλωστε, και το Σύνταγμα ορίζει ότι η πολιτεία πρέπει να αναλαμβάνει την οικονομική τους στήριξη.
  4. Θα ήταν πολύ εύκολο το να καταλήξουμε στο ότι το υπουργείο θα εκβιάσει οικονομικώς το Πανεπιστήμιο, ώστε αυτό να συμμορφωθεί με τις επιταγές συγκεκριμένης πολιτικής, η οποία έχει στρατηγικό προσανατολισμό. Όχι ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εκτός των επιδιώξεών του. Ωστόσο, υπάρχει και άλλος τρόπος, ο οποίος, μάλιστα, αφήνει ανέγγιχτο το συνταγματικό εμπόδιο του άρθρου 16. Ένα εμπόδιο ή το αίρεις ή το παρακάμπτεις. Ο περιορισμός της δημοκρατίας στο Πανεπιστήμιο, η οποία προϋποθέτει την ανωτέρω περιγραφείσα σχέση ανάμεσα στην αρχή της αυτοδιοίκησης, την ακαδημαϊκή ελευθερία και τον σκοπό χάριν του οποίου υπάρχει ο θεσμός του Πανεπιστημίου, έτσι όπως το Σύνταγμα διατυπώνει αυτόν τον σκοπό, μπορεί να επιτευχθεί με τον δεύτερο τρόπο, δηλαδή διά της παρακάμψεως του εμποδίου, του άρθρου 16 του Συντάγματος. Περιορισμός της δημοκρατίας στον θεσμό του Πανεπιστημίου σημαίνει ότι χωρίς, τύποις, να προσβάλλεται η αρχή της αυτοδιοίκησης, η τελευταία θα περιέλθει σε μία κατάσταση καθορισμένης χειραγώγησης.
  5. Από το 4 συνάγεται ότι η κρίσιμη έννοια, που διαφωτίζει την εξεταζόμενη υπόθεση εργασίας, είναι η έννοια της διοικητικής εποπτείας. Αυτή θα μας εξηγήσει το πώς μπορούν να συμβούν τα παραπάνω. Μέσω της διοικητικής εποπτείας, το υπουργείο, χωρίς να πειράξει το άρθρο 16, μπορεί να χειραγωγήσει την αρχή της αυτοδιοίκησης, άρα μπορεί και να περιορίσει τον δημοκρατικό αυτοκαθορισμό του θεσμού του Πανεπιστημίου και, κατά συνέπεια, να αγγίξει και την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Η έννοια της διοικητικής εποπτείας είναι αυτή που νοηματοδοτεί τη εξαγγελία «να αλλάξουμε το DNA του Πανεπιστημίου». Μέσω αυτής της έννοιας μπορεί να εξηγηθεί και να περιγραφεί το πώς θα γίνει αυτή η αλλαγή. Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν η αρχή του αυτοδιοίκητου προϋποτίθεται για την άσκηση της διοικητικής εποπτείας. Η διοικητική εποπτεία έγκειται στην, από την πλευρά των κρατικών οργάνων, παρακολούθηση του Πανεπιστημίου. Τώρα, αυτή η παρακολούθηση, δηλαδή η άσκηση της διοικητικής εποπτείας, αποτελεί και ιεραρχικό έλεγχο; Όχι, δεν αποτελεί κάτι τέτοιο, εφόσον η εποπτεύουσα αρχή είναι το Υπουργείο Παιδείας, διότι το εποπτεύον όργανο, δηλαδή ο υπουργός και το υπουργείο, δεν έχουν ιεραρχική σχέση με τον εποπτευόμενο θεσμό, δηλαδή το Πανεπιστήμιο. Το πεδίο εντός του οποίου εκτείνεται η άσκηση της διοικητικής εποπτείας είναι αυτό που ορίζει ο νόμος. Σε αντίθεση με τη διοικητική εποπτεία, ο ιεραρχικός έλεγχος ασκείται όχι μόνο επί της νομιμότητας, αλλά και επί του σκοπού του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, δηλαδή του Πανεπιστημίου.
  6. Από το 5 συνάγεται ότι η σχέση νομιμότητας και σκοπού, σε αναφορά προς την άσκηση της διοικητικής εποπτείας και της διαφοράς της με τον ιεραρχικό έλεγχο, είναι αυτή που θα μας δείξει το πώς μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος του «να αλλάξουμε το DNA του Πανεπιστημίου». Σε τι συνίσταται, όμως, αυτό το προς αλλαγή «DNA του Πανεπιστημίου»; Συνίσταται στον, εκ του Συντάγματος καθοριζόμενο, σκοπό τον οποίον οφείλει να υπηρετεί το Πανεπιστήμιο και, άρα, χάριν στον οποίο αυτό υπάρχει και λειτουργεί με δυνατότητα αυτοδιοικητικής διαχείρισης των ζητημάτων του, καθώς και δημοσιονομικής αυτοτέλειας ως προς τη διαχείριση των οικονομικών πόρων του. Αυτός ο σκοπός συνδέει την παραγόμενη και διδασκόμενη, στο Πανεπιστήμιο, γνώση με το δημόσιο συμφέρον και την πρόοδο της κοινωνίας.
  7. Να, λοιπόν, πως η άσκηση διοικητικής εποπτείας, καθώς και η υποκατάσταση του αντικειμένου αυτού του εποπτικού ελέγχου, από το Υπουργείο Παιδείας, δηλαδή η υποκατάσταση της νομιμότητας από τον σκοπό τον οποίο οφείλει να υπηρετεί το Πανεπιστήμιο, αλλάζει και το «DNA». Αυτή η υποκατάσταση, όμως, δεν γίνεται μέσω μιας ευθείας παρέμβασης του αρμόδιου υπουργείου. Κάτι τέτοιο θα ήγειρε ζητήματα που αφορούν το άρθρο 16 του Σ. Γίνεται μέσω αλλαγής της αρμόδιας αρχής που είναι αρμόδια για την αξιολόγηση των Πανεπιστημίων. Η κατάργηση της ΑΔΙΠ και η σύσταση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) είναι το μέσον, ο τρόπος, για να επιχειρηθούν τα παραπάνω (Σε αυτό το σημείο, θα ήταν καλό να δούμε παραδείγματα – που έχει ακουστεί και έχει γραφεί ότι υπάρχουν – από τέτοιες παρεμβάσεις της ΕΘΑΑΕ, τα οποία δείχνουν πως επηρεάζεται η δημοκρατική λειτουργία, βλ., όμως, και esos, Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020: «‘Τελεσίγραφο στα Πανεπιστήμια: Τα τμήματα που δεν εκπληρώνουν την αποστολή τους θα κλείσουν ή θα μετεξελιχθούν»). Εδώ θα πρέπει να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις: ο πρόεδρος της εν λόγω ανεξάρτητης αρχής διορίζεται απευθείας από τον πρωθυπουργό. Συνεπώς δεν είναι σαφές αν η αρχή η οποία αντικατέστησε την ΑΔΙΠ θα υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και θα υπέχει και αντίστοιχη υποχρέωση λογοδοσίας. Ακόμη, το αυτοδιοικούμενο Πανεπιστήμιο, που έχει αιρετά διοικητικά όργανα, θα εποπτεύεται ως προς την αξιολόγησή του από μία αρχή, τα μέλη της οποία θα έχουν ορισθεί από το Κοινοβούλιο. Πώς, λοιπόν, θα γίνεται η αξιολόγησή τους;
  8. Καταρχήν, σαφώς και πρέπει να αξιολογούνται τα Πανεπιστήμια, όπως αξιολογούνται και τα μέλη τους, κατά τη διαδικασία της ακαδημαϊκής τους εξέλιξης. Η αξιολόγηση, επιπλέον, αποσκοπεί και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των Πανεπιστημίων. Όμως, χωρίς να υπάρχει επένδυση στο Πανεπιστήμιο, χωρίς τη χρηματοδοτική τους ενίσχυση, χωρίς τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, χωρίς τη βελτίωση των απολαβών των διδασκόντων, αλλά και χωρίς την αντιμετώπιση των στεγαστικών προβλημάτων των φοιτητών, την εξασφάλιση επαρκών υποτροφιών, δεν μπορεί ένα Πανεπιστήμιο να είναι ανταγωνιστικό και ισχυρό. Και εδώ ερχόμαστε σε ένα μείζον ζήτημα. Από τα σημαντικότερα προβλήματα του Πανεπιστημίου είναι οι αναποτελεσματικές γραφειοκρατικές διαδικασίες, μαζί βεβαίως με τη ελλιπή χρηματοδότηση (Θα βοηθούσε να βρίσκαμε αριθμητικά στοιχεία, σε σχέση με τα ερευνητικά προγράμματα, δηλαδή, ότι γίνεται μεγάλη προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση, και να εξηγηθεί κάπως η γραφειοκρατία, ώστε να μην οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η κρατική χρηματοδότηση είναι ελλιπής, επειδή δεν γίνεται διαφορετικά, άρα θα πρέπει να βοηθήσει ο ιδιωτικός τομέας). Η ΕΘΑΑΕ πώς θα αντιμετωπίσει την επίδραση αυτών των παραμέτρων στην αξιολόγηση των ΑΕΙ;
  9. Από το 8 συνάγεται ότι η αναγκαία και σαφής αξιολόγηση των ΑΕΙ συνδέεται άμεσα με την πολιτική της κυβέρνησης, εφόσον, για να είναι η αξιολόγηση πραγματική, και όχι εικονική παράσταση μιας διαδικασίας, θα πρέπει στα αντικείμενα της αξιολόγησης να περιλαμβάνονται – και άρα να αξιολογούνται – οι πόροι που διαθέτουν οι βιβλιοθήκες για τη στελέχωσή τους, την ενημέρωσή τους (π.χ. να πληρώνονται οι συνδρομές στα επιστημονικά περιοδικά, να γίνονται παραγγελίες βιβλίων, να υπάρχει επαρκής ορισμός Η/Υ κ.ά.), οι προϋπολογισμοί των Ιδρυμάτων, καθώς και τα διαθέσιμα κονδύλια. Θα πρέπει να αξιολογείται η δυνατότητα και το εύρος πρόσβασης των φοιτητών σε ηλεκτρονική υποστήριξη, η επάρκεια των κτηριακών υποδομών σε σχέση με τον αριθμό των φοιτητών, ο εκσυγχρονισμός αυτών των υποδομών. Όλα αυτά αφορούν το τι πόρους διαθέτει η πολιτεία, άρα και η εκάστοτε κυβέρνηση, στο Πανεπιστήμιο, προκειμένου να ικανοποιεί τη συνταγματική επιταγή ως προς τη στήριξη του Πανεπιστημίου. Είναι η ίδια συνταγματική επιταγή που θέτει όλα τα παραπάνω ως αναγκαία, προκειμένου το Πανεπιστήμιο να ανταποκριθεί στις ευθύνες και να αντεπεξέλθει στη μείζονα υποχρέωσή του, όπως αυτή προσδιορίζεται από τον σκοπό τον οποίον οφείλει να υπηρετεί και ο οποίος δικαιολογεί την αναγκαιότητά του για κάθε οργανωμένη, ευσύντακτη κοινωνία. Και αυτός ο σκοπός είναι η παραγωγή και η διδασκαλία γνώσης επ’ ωφελεία της κοινωνικής προόδου, δηλαδή του δημοσίου συμφέροντος.
  10. Και έτσι φτάνουμε στο πώς μπορεί να αλλοιωθεί και να χειραγωγηθεί η αρχή της αυτοδιοίκησης, δηλαδή «να αλλάξει το DNA του Πανεπιστημίου», χωρίς να αλλάξει στο παραμικρό το άρθρο 16 του Σ. (πιθανή δήλωση περί αναγκαίας αναθεώρησής του θα είχε μόνο συμβολικό νόημα ως προς τη συσπείρωση δυνάμεων της Δεξιάς ή θα ήταν συμβολική, πάλι, αποτύπωση δογματικής προσήλωσης, εφόσον μπορεί να παρακαμφθεί): θα γίνουν τα παραπάνω με το να αποτελεί κριτήριο για τη χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου η αξιολόγησή του και η τελευταία, με συνδρομή του Υπουργείου Παιδείας, έτσι όπως αυτή η αξιολόγηση θα διενεργείται από την ΕΘΑΑΕ, να έχει ως κύριο αντικείμενο τον έλεγχο του σκοπού, να ελέγχει δηλαδή τη σκοπιμότητα των πράξεων του Πανεπιστημίου, άρα να αξιολογεί το κατά πόσον το Πανεπιστήμιο αποκλίνει από τον συνταγματικώς καθορισμένο σκοπό του. Γιατί, όμως, να αποκλίνει; Επειδή τα κριτήρια που προκρίνονται αφορούν μονομερώς τη σύνδεση με την αγορά, έτσι ώστε το Πανεπιστήμιο να υπηρετεί την αγορά, άρα όχι τον σκοπό που του ορίζει το Σύνταγμα. Έτσι, όμως, με το να μετατρέπεται ο έλεγχος νομιμότητας σε έλεγχο διενεργούμενο επί της σκοπιμότητας του ρόλου και του έργου του Πανεπιστημίου, άρα και των διδασκόντων σε αυτό – οπότε βάλλεται και η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας – η διοικητική εποπτεία μετατρέπεται και αυτή σε ιεραρχικό έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός θα ασκείται από μία εξωπανεπιστημιακή αρχή, με πρόεδρο διορισμένο από τον πρωθυπουργό, οπότε η θα είναι μία αρχή η οποία θα υπέρκειται της αρχής της αυτοδιοίκησης, άρα θα μπορεί και να την χειραγωγεί. Και έτσι αλλάζει και το περίφημο «DNA» και θα έχουμε ένα μεταλλαγμένο Πανεπιστήμιο.
  11. Αν δεχθούμε το συμπέρασμα που συνάγεται από τα προηγούμενα 10 σημεία (δέκα προκείμενες), τότε καταλήγουμε σε ένα ερώτημα: Πώς, δηλαδή με ποια πολιτική θέσεων, αλλά και, κυρίως, συμμαχιών μπορούμε – εάν μπορούμε – να αντιμετωπίσουμε αυτό που είναι ante portas, ώστε να παραμείνει εκτός των θυρών; Με ποιες δυνάμεις, ποιους ανθρώπους, ποια στήριξη των φοιτητών, μπορούμε να υπερασπιστούμε το αυτοδιοικούμενο, δημοκρατικό Πανεπιστήμιο, δηλαδή το μόνο πραγματικά ακαδημαϊκό Πανεπιστήμιο, άρα και την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας, χωρίς την οποία δεν υφίσταται Πανεπιστήμιο, αλλά και που η ίδια δεν μπορεί να εξακολουθεί να υφίσταται χωρίς την αρχή της αυτοδιοίκησης;

 

Μοιραστείτε το

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin