Προγραμματισμός και αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου – Συλλογική αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας

Περιεχόμενα

Εισαγωγή

Ιστορική ανασκόπηση και δυσκολίες εφαρμογής στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα

Πρόταση για τον προγραμματισμό και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου. 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΝΟΜΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΕΚ

 

 

 

ΣΥΝΕΒΑΛΑΝ ΣΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

  • Βιδάκη Ειρήνη, Δασκάλα, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου ΠΕ.Κ.Ε.Σ Κρήτης
  • Κατσούρας Σταύρος, Κοινωνιολόγος, 1ο ΕΠΑΛ Ν. Μαγνησίας, Αιρετό μέλος του ΠΥΣΔΕ Μαγνησίας
  • Μακράκης Γιώργος, Δάσκαλος, Πρόεδρος Συλλόγου Πρωτοβάθμιας Εκπ. “Δ.Θεοτοκόπουλος”,  μέλος της Ε.Ε. ΑΔΕΔΥ
  • Πεφάνης Παναγιώτης, Φυσικός, Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου και Οργανωτικός Συντονιστής στο 6ο ΠΕ.Κ.Ε.Σ Αττικής

 

[Κάθε κείμενο εργασίας του Δικτύου για την Υπεράσπιση της Δημόσιας Εκπαίδευσης συντάσσεται από θεματική ομάδα εργασίας και αποστέλλεται στα μέλη του Δικτύου της αντίστοιχης βαθμίδας για παρατηρήσεις πριν τη δημοσιοποίησή του. Κάθε κείμενο φέρει την υπογραφή των μελών που συνέβαλαν στη συγγραφή του και την έγκριση από το σύνολο των μελών του Δικτύου της αντίστοιχης βαθμίδας.] 

 

 Προγραμματισμός και αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου

Συλλογική αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας

 

Εισαγωγή

Η αυτοαξιολόγηση-αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου αποτελούν ένα διαχρονικό και πολύπλοκο ζήτημα στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, τόσο στο πεδίο της νομοθετικής επεξεργασίας όσο και στη μετέπειτα εφαρμογή τους. 

Γενικότερα, ως αξιολόγηση νοείται η διαδικασία κρίσης μιας εκπαιδευτικής δομής ή λειτουργίας με μεθοδολογία και στοχοθεσία προσαρμοσμένη στο ιδιαίτερο πεδίο υλοποίησης, η οποία έχει ως αντικειμενικό σκοπό τη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της σχολικής μονάδας. Ωστόσο, δεδομένης της ποικιλίας της στοχοθεσίας, των μεθόδων υλοποίησης και των διαφορετικών τρόπων αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης, καθώς και της αδυναμίας να προσδιοριστούν με επιστημονικά κριτήρια η «ποιότητα» του εκπαιδευτικού έργου, αλλά και το περιεχόμενο του όρου «καλός εκπαιδευτικός», οποιαδήποτε μορφή αξιολόγησης χρειάζεται να ιδωθεί μόνο με όρους πολιτικούς. Υπό την έννοια αυτή, αποτελεί πολιτική επιλογή ενταγμένη μέσα σε ένα ευρύτερο ιδεολογικό συγκείμενο και είναι ενδεικτική της πρόθεσης των κυβερνώντων για την πορεία της εκπαίδευσης.  

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, όπως τον περιέγραφε ο Ν4547/2018, διαφέρει εμφατικά από τα προηγούμενα νομοθετήματα, πολλώ δε μάλλον από την πρόσφατη θεσμοθέτηση του συλλογικού προγραμματισμού, της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο (Για μια συγκριτική παρουσίαση των δύο νόμων επισυνάπτεται η εξαιρετική εργασία των ΣΥΝΕΚ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2). Μια τέτοια διαδικασία, εστιασμένη στην παιδαγωγική και μόνο λειτουργία της σχολικής μονάδας, δεν έχει αναγκαστικά αρνητικές συνυποδηλώσεις.

Σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο έχουν αναπτυχθεί διάφοροι τύποι και συστήματα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου με βάση τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές, οικονομικές και κοινωνικό-πολιτισμικές συνθήκες της κάθε χώρας. Κεντρικός θεωρητικός άξονας των συστημάτων αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου είναι η «βελτίωση της ποιότητας στην εκπαίδευση». Η ποιότητα αυτή έχει σαφώς ιδεολογική και πολιτική φόρτιση, καθώς οι διάφορες πτυχές του εκπαιδευτικού έργου κρίνονται και αξιολογούνται ανάλογα με την οπτική γωνία των εμπλεκομένων στη διαδικασία. Αδιαμφισβήτητα, οι δύο βασικές κατηγορίες και ταυτόχρονα τα δύο διαφορετικά ρεύματα αξιολόγησης είναι η εξωτερική και η εσωτερική.

Η εξωτερική αξιολόγηση δίνει έμφαση στους μετρήσιμους και ποσοτικούς δείκτες και επικεντρώνεται κυρίως στην ατομική αξιολόγηση του ιδιαίτερου υποκειμένου, δομής ή ατόμου, από ένα άλλο υποκείμενο που δεν εμπλέκεται στη λειτουργία του, γεγονός που οδηγεί πολλές φορές σε μια αποσπασματική και εν τέλει στρεβλή αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου. Η παρουσία, δε, εξωτερικών φορέων στη σχολική μονάδα δημιουργεί άγχος και εργασιακή ανασφάλεια στους εκπαιδευτικούς, διαμορφώνοντας συνθήκες ατομικισμού και ανταγωνισμού μεταξύ σχολείων και εκπαιδευτικών λόγω της συγκριτικής τους αποτύπωσης σε μετρήσιμα αποτελέσματα.

Από την άλλη μεριά, η αυτοαξιολόγηση βασίζεται στα ίδια τα μέλη της σχολικής μονάδας και συχνά υποστηρίζεται από τις σχετικές δομές της εκπαίδευσης. Η μορφή αυτή επικεντρώνεται στον συλλογικό προγραμματισμό, στον εντοπισμό θετικών δράσεων αλλά και τυχόν αδυναμιών, με απώτερο σκοπό την αυτοβελτίωση ή την αλλαγή παιδαγωγικών και μαθησιακών λειτουργιών, όπως π.χ. οι διδακτικές πρακτικές. Η διαδικασία του εσωτερικού προγραμματισμού και της αποτίμησης καλλιεργεί τη συνέργεια και τη συνευθύνη, καθώς ενισχύει την αλληλοϋποστήριξη και εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών της σχολικής μονάδας.

Ιστορική ανασκόπηση[1] και δυσκολίες εφαρμογής στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα

            Στη χώρα μας η έννοια της αξιολόγησης είναι ιδεολογικά έντονα φορτισμένη για δύο βασικούς λόγους και τις δύο διαφορετικές χρονικά περιόδους εφαρμογής της, καθώς η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αναμφίβολα συνδέθηκε με την επιθεώρηση, λόγω του ότι αποτελεί τον μακροβιότερο τυπικά και νομοθετικά θεσμό που ήταν σε ισχύ από το 1834 έως το 1982, όταν και καταργήθηκε με τον νόμο 1304/82. Βασική διαπίστωση υπήρξε ότι ο θεσμός της επιθεώρησης δεν αποτέλεσε αρωγό στη βελτίωση και ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, αντιθέτως συνδέθηκε με κατασταλτικούς μηχανισμούς ασφυκτικού ελέγχου, νομιμοφροσύνης και άνισης μεταχείρισης εκπαιδευτικών, ενώ πολλές ήταν οι περιπτώσεις που η αξιολόγηση χρησιμοποιήθηκε για να παυθούν αξιόλογοι εκπαιδευτικοί για καθαρά πολιτικούς λόγους.

Στο πρόσφατο παρελθόν, η δεύτερη αιτία της ιδεολογικής φόρτισης του θεσμού σχετίζεται με την απόπειρα εφαρμογής μιας σκληρής και ποσοτικής αξιολόγησης με το Προεδρικό Διάταγμα 152/2013, που βασιζόταν στους εξής νόμους: ν. 4024/2011, ν. 4142/2013, ν. 3848/2010, ν. 3679/2010. Το πλαίσιο εκείνης της μορφής αξιολόγησης είχε σαφή τιμωρητικά χαρακτηριστικά: Η σύνδεσή της με τη μισθολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών, ο προκαθορισμός του ποσοστού υπηρεσιακής εξέλιξης ή καθήλωσης των εκπαιδευτικών, η πρόβλεψη ότι οι εκπαιδευτικοί που θα κρινόταν αρνητικά δε θα είχαν δικαίωμα να διεκδικήσουν την προαγωγή τους τα επόμενα δύο χρόνια, αποτέλεσαν εύλογα έντονο σημείο τριβής με την εκπαιδευτική κοινότητα. Αυτό το θεσμικό περίβλημα της αξιολόγησης συνδέθηκε και με τις γενικότερες μνημονιακές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές εκείνης της περιόδου, όπως οι τεράστιες μειώσεις μισθών των εκπαιδευτικών, οι διαθεσιμότητες-απολύσεις εκπαιδευτικών από την επαγγελματική εκπαίδευση[2] και οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων, γεγονός που οδήγησε σε μια μαζική κινηματική αντίσταση των εκπαιδευτικών απέναντι στην αξιολόγηση εκείνο το χρονικό διάστημα.

Η παραπάνω αναφορά σε δύο διαφορετικές ρυθμίσεις και σε διακριτά χρονικά κοινωνικά περιβάλλοντα αποτυπώνει, ως έναν βαθμό, ορισμένους παράγοντες που έχουν ιστορικά διαμορφωθεί και επιδρούν καταλυτικά στην αρνητική σηματοδότηση της έννοιας της αξιολόγησης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Με αφετηρία το αρνητικό φορτίο του επιθεωρητισμού, αλλά και της τιμωρητικής αξιολόγησης με σαφή ποσοτικά και οικονομικά κριτήρια, λόγω της κοινωνικό-πολιτικής κατάστασης της χώρας μας το 2013-14, εκφράζονται διαχρονικά επιφυλάξεις και προβληματισμοί των εκπαιδευτικών για την εφαρμογή της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, είτε μέσω των επίσημων συνδικαλιστικών φορέων, είτε μέσω ερευνητικών μελετών, είτε στο πλαίσιο επιμορφώσεων για το θέμα αυτό. Ειδικότερα οι εκπαιδευτικοί:

  • Διατηρούν επιφυλάξεις σχετικές με την υποκειμενικότητα των αξιολογητών,
  • Εκφράζουν ενστάσεις για την αναγωγή σε μετρήσιμους δείκτες παιδαγωγικών στόχων και αποτελεσμάτων,
  • Αντιδρούν:
    • στην προοπτική που οδηγεί στην κατηγοριοποίηση και σύγκριση σχολείων-εκπαιδευτικών-μαθητών/ριών,
    • στη μετατόπιση του κέντρου βάρους από την παιδαγωγική λειτουργία σε γραφειοκρατικές και διεκπεραιωτικές διαδικασίες,
    • στην επινόηση των κριτηρίων αξιολόγησης, με στόχο πιθανές τιμωρητικές συνέπειες.

Επιπλέον, κρίνεται αρνητικά η αντίστροφη πορεία έναρξης της αξιολογικής διαδικασίας. Δηλαδή η επιδίωξη να αξιολογηθεί το αποτέλεσμα, το εκπαιδευτικό έργο που θα προγραμματιστεί και θα συντελεστεί στη σχολική μονάδα, από εκπαιδευτικούς χωρίς καμία επιμόρφωση τα τελευταία χρόνια και με πλήθος αυτών με επισφαλείς σχέσεις εργασίας, καθώς οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί αποτελούν περίπου το 1/4 του εκπαιδευτικού προσωπικού της χώρας. Αντίθετα, η αξιολόγηση φαίνεται να αγνοεί το ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό συγκείμενο μέσα στο οποίο συντελείται η εκπαιδευτική διαδικασία, το οποίο αναμφίβολα την επηρεάζει, καθώς επίσης και άλλες παραμέτρους όπως τα σχολικά εγχειρίδια, τα αναλυτικά προγράμματα, την απουσία σύνδεσης μεταξύ σχολικών μονάδων και κεντρικών δομών, όπως το ΙΕΠ ή το ΥΠΑΙ.Θ.   

Ειδικότερα, στο πρόσφατο παρελθόν επιχειρήθηκαν να εφαρμοστούν πιλοτικά διάφορα σχέδια αυτοαξιολόγησης, κυρίως στο πλαίσιο ευρωπαϊκών προγραμμάτων με την εμπλοκή λίγων σχολείων, του Π.Ι., του Κ.Ε.Ε. Τα σημαντικότερα ήταν: “Evaluating quality in school education” (1997), στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος «Σωκράτης» με συντονιστή τον J. MacBeath και στη συνέχεια “Εσωτερική Αξιολόγηση και προγραμματισμός εκπαιδευτικού έργου στη Σχολική Μονάδα (2000, Ι. Σολομών) και “Carpe Vitam: Leader ship for Learning” (2002-2005, (συντονιστής του προγράμματος ο Γ.  Μπαγάκης).

Το 2010-2013 λειτούργησε πιλοτικά η Α.Ε.Ε. με χρηματοδότηση ΕΣΠΑ και συμμετοχή 600 σχολείων. Από το 2013-2015 το πρόγραμμα επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί υποχρεωτικά σε όλα τα σχολεία με σημαντικές αντιστάσεις της εκπαιδευτικής βάσης, «άκομψες εντολές-παρεμβάσεις» της διοίκησης κ.ά,  παράλληλα με την εφαρμογή της ατομικής αξιολόγησης (Π.Δ. 152/2013) που έφτασε μέχρι και τους διευθυντές σχολείων.

Οι δυσκολίες εφαρμογής και υλοποίησης της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, μετά την κατάργηση του επιθεωρητισμού, διαφαίνονται από την πληθώρα αλλεπάλληλων νομοθετικών παρεμβάσεων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις[3].

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, έγινε μια σημαντική θεσμική και ουσιαστική προσπάθεια στο πεδίο του προγραμματισμού και της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων. Η τότε ηγεσία του Υπ. Παιδείας (Κ. Γαβρόγλου)  ξεκίνησε τη διαδικασία με τη διαμόρφωση κλίματος εμπιστοσύνης στην εκπαιδευτική κοινότητα, επεδίωξε την καλλιέργεια παιδαγωγικού-δημοκρατικού κλίματος στα σχολεία με το Π.Δ.79/2017 και συνέβαλε ολόπλευρα στην αίσθηση της απαραίτητης εργασιακής ασφάλειας.

Παράλληλα, κατάργησε με τον νόμο 4547/2018 «Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» το Π.Δ.152/2013 της τιμωρητικής αξιολόγησης, που ήταν καθολικό αίτημα του εκπαιδευτικού κινήματος και εκσυγχρόνισε ταυτόχρονα τις δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου, προς την κατεύθυνση της συλλογικής και διεπιστημονικής προσέγγισης των εκπαιδευτικών ζητημάτων. Επιπλέον, με πρωτοβουλία του Υπ. Παιδείας αναπτύχτηκε γόνιμος διάλογος με τους επίσημους συνδικαλιστικούς φορείς για τις θέσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας, σχετικά με τον προγραμματισμό και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω δεδομένων, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στον νόμο 4547/2018 για τον συλλογικό προγραμματισμό και αποτίμηση της σχολικής μονάδας, σε μια επί της αρχής αποδεκτή θεσμική κατοχύρωση και από την πλευρά των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών. Είναι ενδεικτικό πως η Διδασκαλική Ομοσπονδία σε ανακοίνωσή της αναφέρει τα εξής: «Το πλαίσιο της καθιέρωσης του συλλογικού προγραμματισμού και της ανατροφοδοτικής αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων έχει αρκετά θετικά στοιχεία που τα έχει επισημάνει με τις θέσεις του συλλογικά ο Κλάδος». Στην ίδια κατεύθυνση αποδοχής της συλλογικής αξιολόγησης και του προγραμματισμού της σχολικής μονάδας κινείται και κείμενο της ΟΛΜΕ που διατυπώθηκε κατά το 8ο συνέδριο του φορέα[4].

Ο νόμος 4547/2018 αναβαθμίζει ως κεντρικούς παράγοντες στη διαδικασία της εσωτερικής αξιολόγησης τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς της σχολικής μονάδας, οι οποίοι οργανώνουν, παρακολουθούν και αποτιμούν την πορεία και τα αποτελέσματα των δράσεων και των διαδικασιών που έχουν οριστεί από τους συλλόγους διδασκόντων. Επίσης, οι θεματικοί άξονες, που ορίστηκαν με τη μετέπειτα Υ.Α. 1816/ΓΔ4/9-1-2019 (ΦΕΚ 16, τ. Β΄/11-01-2019), δεν εμπεριέχουν κριτήρια συγκρισιμότητας και κατηγοριοποίησης των σχολικών μονάδων αλλά βασίζονται σε ποιοτική ανάλυση και αποτίμηση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου με στόχο τη συνέργεια στη λήψη πρωτοβουλιών και δράσεων, τη συνεργασία του σχολείου με τις δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου και τη συναντίληψη στην αποτίμηση, με απώτερο σκοπό την αυτοβελτίωση και τη θετική αλλαγή. Το νομοθετικό πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ για τον προγραμματισμό και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας είχε σαφώς διαφορετική φιλοσοφία και περιεχόμενο σε σχέση με την αξιολόγηση του Π.Δ.152/2013, το οποίο μαζί με τον Ν.4024/2011 είχε χαρακτηριστεί από τους εκπροσώπους των εκπαιδευτικών ως «αντιδραστικό πλαίσιο αξιολόγησης-χειραγώγησης».

Η κριτική που ασκήθηκε από την πλευρά των συνδικαλιστικών φορέων ήταν ότι οι θεματικοί άξονες αναφοράς και ο τύπος των σχετικών εκθέσεων θα καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις του εκάστοτε υπουργού παιδείας, ύστερα από  εισήγηση του ΙΕΠ. Ο πυρήνας δηλαδή εφαρμογής του προγραμματισμού και της αποτίμησης θα καθορίζεται σε άξονες που δεν υπάγονται στον νόμο, άρα θα δύνανται να μεταβάλλονται διαρκώς ανάλογα με τη βούληση του εκάστοτε υπουργού.

Το αίτημα για ένταξη των θεματικών αξόνων αναφοράς στον νόμο, καθώς και η αξιολόγηση των στελεχών εκπαίδευσης με ποσοτικά κριτήρια και δείκτες αποτέλεσαν τα σημεία αιχμής και τριβής με τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες. Βέβαια, ο νόμος αυτός δεν εφαρμόστηκε στην πράξη, καθώς προέκυψαν οι βουλευτικές εκλογές τον Ιούλιο του 2019 και οι μετέπειτα αποφάσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας περί νέου νομοθετήματος αξιολόγησης.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τον νόμο 4692/2020 ουσιαστικά επαναφέρει τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση και φιλοσοφία στο πεδίο της αξιολόγησης, που εδράζεται στο τρίπτυχο κατηγοριοποίησης σχολείων- εκπαιδευτικών-μαθητών. Με το νομοθέτημα αυτό εισάγει την εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων στα Πειραματικά και Πρότυπα Σχολεία, με στόχο τη σταδιακή επέκτασή της σε όλη την κλίμακα των σχολείων. Εν κατακλείδι, μετατοπίζει το κέντρο ενδιαφέροντος από τη συλλογικότητα, τη συνέργεια, τη συνευθύνη και την ποιοτική ανάλυση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων που προέβλεπε ο ν.4547/2018 στην ατομική αξιολόγηση, τη σύγκριση και τον ανταγωνισμό, με την ποσοτικοποίηση των στοιχείων.

Το πλέγμα των κριτηρίων για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου, σε συνδυασμό με το μοντέλο λειτουργίας των Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων, αποτυπώνει τη στόχευση της κυβέρνησης της ΝΔ για ένα Σχολείο που θα λειτουργεί με ιδιωτικό-οικονομικά κριτήρια, με ισχνή κρατική χρηματοδότηση και με σαφέστατη διάκριση «καλών», «μέτριων» και «κακών» σχολείων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η εξωτερική αξιολόγηση διενεργείται από τη Διοικούσα Επιτροπή Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων (Δ.Ε.Ε.Π.Σ.), η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας. Μία από τις βασικές αρμοδιότητες της Δ.Ε.Ε.Π.Σ. είναι η προσέλκυση ιδιωτικών πόρων μέσω χορηγιών και δωρεών, για την ενίσχυση των σχολείων. Κατά συνέπεια, η εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών από τα μέλη ενός οργάνου που ορίζονται απευθείας από τον εκάστοτε υπουργό και η οικονομική αυτονομία των σχολείων υποδηλώνουν τη συντηρητική και νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση του νέου πλαισίου της αξιολόγησης.

Αντίθετα, ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, όπως αποτυπώθηκε στον ν. 4547/2018, θεωρούμε ότι μπορεί να συμβάλλει στην ενεργοποίηση των συλλογικοτήτων, ιδιαίτερα μάλιστα με τις θεσμοθετημένες αρμοδιότητες που ανατίθενται στους Συλλόγους Διδασκόντων, και στην ανάληψη πρωτοβουλιών των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών για την επίλυση ζητημάτων, γενικού και τοπικού χαρακτήρα. Στην κατεύθυνση αυτή, αναδεικνύεται ως πολύ σημαντικός και ο ρόλος του/της Συντονιστή/ριας Εκπαιδευτικού Έργου παιδαγωγικής ευθύνης και ο ρόλος των ΠΕ.Κ.Ε.Σ., καθώς μπορούν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά είτε με συμμετοχή σε συνεδριάσεις των Σ.Δ. για τον προσδιορισμό των αξόνων του προγραμματισμού, είτε με επιμορφωτικές ενδοσχολικές δράσεις.

Ωστόσο, η διαδικασία αυτή, για να έχει τα αναμενόμενα παιδαγωγικά και επιστημονικά οφέλη, οφείλει να προκύπτει από τις ιδιαίτερες ανάγκες της εκάστοτε σχολικής μονάδας, η οποία είναι η καθ’ ύλην αρμόδια να θέτει τους άξονες του προγραμματισμού και να είναι αποδεσμευμένη από οποιαδήποτε διαδικασία συμπλήρωσης σχετικών εγγράφων (φόρμες αποτύπωσης). Η συμπλήρωση φόρμας προγραμματισμού και αποτίμησης, δεν κρίνεται απαραίτητη, επειδή παραπέμπει σε παλαιότερες μορφές και τύπους αξιολόγησης και αποδίδει σε μια δυναμική διαδικασία γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά.

Πρόταση για τον προγραμματισμό και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου

Προτού περάσουμε στην πρόταση για τη συλλογική αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, πρέπει ν’ απαντηθεί ένα θεμελιώδες ερώτημα: Είναι απαραίτητο να υπάρχει ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου ως θεσμικός πυλώνας στη λειτουργία των σχολικών μονάδων και κατ’ επέκταση της εκπαίδευσης; Αναμφίβολα, ο συλλογικός προγραμματισμός δημιουργεί συνθήκες συνέργειας, ομαδικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού, αλληλοϋποστήριξης και συνευθύνης για την προσπάθεια εκπλήρωσης των στόχων που τίθενται στο επίπεδο της σχολικής μονάδας. Η αποτίμηση στο εκπαιδευτικό έργο που παράχθηκε και συνολικά στα αποτελέσματα των δράσεων του σχολείου συμβάλλει στην ενδελεχή παρατήρηση και εντοπισμό των θετικών χαρακτηριστικών και των αδυναμιών που προκύπτουν, γεγονός που προκαλεί ανατροφοδότηση και αυτοβελτίωση.

Παράλληλα, είναι αναγκαία η καταγραφή των παραμέτρων εκείνων –ελλείψεις υποδομών, σταθερό προσωπικό, δομές, χρηματοδότηση, επιμόρφωση, εφαρμοζόμενες μέθοδοι διδασκαλίας, κ.ά.– που δυσκολεύουν τις προσπάθειες και τους στόχους των εκπαιδευτικών.

Ο νόμος 4547/2018 αποτελεί τον βασικό κορμό της πρότασής μας για την εσωτερική αξιολόγηση σχολικών μονάδων με ορισμένες αναγκαίες τροποποιήσεις και αλλαγές, καθώς η κεντρική του φιλοσοφία είναι η αναβάθμιση της λειτουργίας του συλλόγου διδασκόντων και η ποιοτική ανάλυση στις διαδικασίες οργάνωσης και αποτίμησης των εκπαιδευτικών ενεργειών και δράσεων. Σε αντίθεση με τον νέο νόμο 4692/20 της Νέας Δημοκρατίας, που ως βασική αρχή και στοχοθεσία έχει την κατηγοριοποίηση, τον ανταγωνισμό και τη διάκριση τόσο των σχολείων όσο και των εκπαιδευτικών μέσω της ποσοτικής εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης. Οι δύο αυτοί νόμοι βρίσκονται σε πλήρη αντιδιαστολή στο πεδίο της ιδεολογικής κατεύθυνσης και του τρόπου σκέψης και αντίληψης για τη Δημόσια Εκπαίδευση. 

Οι βασικοί άξονες του ν. 4547/2018 που οριοθετούν ένα συλλογικό μοντέλο προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου με όρους συνεργασίας, ανατροφοδότησης, ποιοτικών αποτελεσμάτων, θετικών αλλαγών και βελτίωσης της παρεχόμενης εκπαίδευσης συνοψίζονται στους εξής:

  • Ο Σύλλογος Διδασκόντων συνιστά το κυρίαρχο όργανο για τον προγραμματισμό, τον ανασχεδιασμό, τις διορθωτικές παρεμβάσεις και την αποτίμηση του παρεχόμενου έργου.
  • Η επίτευξη των στόχων του προγράμματος δράσης, οι δυσκολίες εφαρμογής κατά την υλοποίησή του και η κατάθεση προτάσεων για βελτίωση, αποτελούν σημαντικές παραμέτρους διαβούλευσης μεταξύ του συλλόγου διδασκόντων και των άλλων μελών της σχολικής κοινότητας (μαθητές-τριες/γονείς/ευρύτερη κοινότητα)
  • Η συνεργασία της σχολικής μονάδας με τις δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου βασίζεται στη συνεργασία και στην ανταλλαγή προτάσεων και δράσεων, με απώτερο σκοπό τη συνεχή βελτίωση, χωρίς ελεγκτικό ή αξιολογικό χαρακτήρα.
  • Η συγκρότηση ομάδων εκπαιδευτικών που διδάσκουν τα ίδια ή συναφή γνωστικά αντικείμενα ή διδάσκουν στην ίδια τάξη, και η συγκρότηση ομάδων σχολείων συνδράμουν στον από κοινού σχεδιασμό δράσεων, ανταλλαγής ιδεών και μπορούν να οδηγήσουν στην ανάληψη συνεργατικών πρωτοβουλιών για επιμορφωτικές δράσεις και παιδαγωγικά προγράμματα.

Επιπλέον, οι θεματικοί άξονες αναφοράς του προγραμματισμού και της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου θα πρέπει να ορίζονται με σαφήνεια στον νόμο, ώστε να μην αποτελούν σημείο αμφισβήτησης και αιφνιδιαστικών αλλαγών από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, γεγονός που μπορεί να ανατρέψει τον πυρήνα της φιλοσοφίας της συλλογικής αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων. Οι σχετικές φόρμες και εκθέσεις προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολείων δημιουργούν συχνά την αντίληψη μιας στείρας γραφειοκρατικής διαδικασίας και μιας τυπικής υπαλληλικής υποχρέωσης. Συνεπώς, ο σχεδιασμός και οι επιμέρους άξονες των εκθέσεων, που αφορούν την εσωτερική αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, είναι ευέλικτοι και διαμορφώνονται από τους συλλόγους διδασκόντων.

Τέλος, η συμμετοχή των εμπλεκόμενων φορέων, όπως των στελεχών εκπαίδευσης, των γονέων και της ίδιας της μαθητικής κοινότητας σε συγκεκριμένα πεδία αναφοράς, πρέπει να βασίζεται καθαρά στο πλαίσιο της συνεργασίας και των διακριτών ρόλων και αρμοδιοτήτων του κάθε φορέα.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

  • Νόμος 1304/1982Με τον νόμο εισάγεται ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου με σκοπό «την επιστημονική-παιδαγωγική καθοδήγηση, τη συμμετοχή στην αξιολόγηση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, καθώς και την ενθάρρυνση κάθε προσπάθειας για επιστημονική έρευνα στον χώρο της εκπαίδευσης». Ωστόσο, ο ρόλος του σχολικού συμβούλου όσον αφορά την αξιολόγηση παρέμεινε για πολλά χρόνια ανενεργός.
  • Νόμος 1566/1985 :«Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις». Ο νόμος εστιάζει στην αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών και προβλέπει την έκδοση προεδρικού διατάγματος με το οποίο ορίζονται τα κριτήρια της αξιολόγησης, η διαδικασία, ο τύπος, ο χρόνος, το περιεχόμενο και τα όργανα της αξιολόγησης, τα δικαιώματα και οι εγγυήσεις υπέρ των αξιολογουμένων και κάθε άλλη αναγκαία για την αξιολόγηση αυτή λεπτομέρεια. Επίσης στο Κεφάλαιο Δ΄ που αφορά τη διοίκηση των σχολείων και ειδικότερα στο άρθρο 11 σχετικά με τα όργανα, την επιλογή, την τοποθέτηση, την υπηρεσιακή κατάσταση και τα καθήκοντα των διευθυντών ορίζει ότι οι διευθυντές, οι υποδιευθυντές και οι προϊστάμενοι των σχολικών μονάδων μετέχουν στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
  • Νόμος 2043/1992:«Εποπτεία και διοίκηση της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις». Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 6, υπεύθυνοι της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι οι διευθυντές, οι υποδιευθυντές και οι προϊστάμενοι των σχολείων.
  • Προεδρικό Διάταγμα 320/1993:«Αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση». Το προεδρικό διάταγμα ορίζει την έννοια και τον σκοπό της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου (άρθρο 1), όπως επίσης και τη διαδικασία αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου σε επίπεδο σχολικής μονάδας και εκπαιδευτικής περιφέρειας (άρθρο 2), του έργου του εκπαιδευτικού (άρθρο 3), του διευθυντή του σχολείου (άρθρο 4) και του προϊσταμένου γραφείου εκπαίδευσης ή γραφείου φυσικής αγωγής (άρθρο 5). Τέλος, προσδιορίζει τη διαδικασία γνωστοποίησης των εκθέσεων αξιολόγησης (άρθρο 6).
  • Νόμος 2525/1997:«Ενιαίο Λύκειο, Πρόσβαση των αποφοίτων του στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και άλλες διατάξεις». Το άρθρο 8 του νόμου ορίζει την έννοια, τον σκοπό και τους φορείς αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και της σχολικής μονάδας. Επίσης, προβλέπει τη σύσταση Σώματος Μονίμων Αξιολογητών και τη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων των μονίμων αξιολογητών.
  • Προεδρικό Διάταγμα 140/1998: Στα άρθρα 1 και 2 ορίζεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη μονιμοποίηση και υπηρεσιακή εξέλιξη των εκπαιδευτικών είναι η σύνταξη εκθέσεων αξιολόγησης της παιδαγωγικής και διδακτικής τους επάρκειας από τους διευθυντές των σχολικών μονάδων, τους σχολικούς συμβούλους και τους μόνιμους αξιολογητές. Επίσης, το άρθρο 3 προβλέπει ότι για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης είναι απαραίτητη η σύνταξη αξιολογικής έκθεσης του υποψηφίου από τριμελή επιτροπή μόνιμων αξιολογητών. Τέλος, το άρθρο 4 περιγράφει τη διαδικασία που ακολουθείται προκειμένου να εξασφαλιστεί όσο το δυνατόν αντικειμενική αξιολογική κρίση των αξιολογουμένων.
  • Υπουργική Απόφαση 1938/Δ2//27-2-1998: Η συγκεκριμένη υπουργική απόφαση προσδιορίζει την έννοια και τον σκοπό της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών της Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης (άρθρο 1), τα όργανα αξιολόγησης και τα καθήκοντά τους (άρθρο 2), τη διαδικασία αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, στελεχών εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών από το σώμα μονίμων αξιολογητών (άρθρα 3 και 4), καθώς επίσης και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Αξιολόγησης των Σχολικών Μονάδων (άρθρο 5).
  • Νόμος 2986/2002:Με τα άρθρα 4 και 5 προσδιορίζονται ο σκοπός, οι στόχοι και ο χαρακτήρας της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, όπως επίσης και τα υπηρεσιακά όργανα στα οποία ανατίθεται η ανάπτυξη, η υποστήριξη και η αξιολόγηση της όλης διαδικασίας.
  • Νόμος 3848/2010: Στο άρθρο 32 ορίζεται η διαδικασία προγραμματισμού και αξιολόγησης της δράσης των σχολικών μονάδων, τα υπηρεσιακά όργανα που είναι υπεύθυνα για την κατάρτιση και τη γνωστοποίηση των προγραμμάτων δράσης και των εκθέσεων αξιολόγησης των σχολικών μονάδων.
  • Νόμος 3966/2011: Στο άρθρο 50 ορίζεται «η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων και του προσωπικού τους».
  • Υπουργική Απόφαση Φ.22/116672/Δ1/01-10-2012: Στην Απόφαση ορίζονται αναλυτικά το περιεχόμενο και η μοριοδότηση των κριτηρίων αξιολόγησης διευθυντών και εκπαιδευτικών στα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία.
  • Προεδρικό Διάταγμα ΠΔ 152/05-11-2013:  Στο ΠΔ 152/2013 ορίζονται ο σκοπός, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και οι διαδικασία αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου (ΑΕΕ) στη σχολική μονάδα. Προσδιορίζονται επίσης η υποστηρικτική δομή του Παρατηρητηρίου της ΑΕΕ, καθώς και οι φορείς εποπτείας και αξιολόγησης σε περιφερειακό και σε κεντρικό επίπεδο.
  • Νόμος 4547/2018: Στο άρθρο 47 προβλέπεται ο «Προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων». Στην παράγραφο 7 προβλέπεται «Οι θεματικοί άξονες αναφοράς του προγραμματισμού και της αποτίμησης, καθώς και ο τύπος των σχετικών εκθέσεων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του Ι.Ε.Π».
  • Υ.Α. 1816/ΓΔ4/7-1-2019 (ΦΕΚ 16, τ.Β΄/ 11-01-2019): Καθορίζονται οι Θεματικοί Άξονες Αναφοράς του Προγραμματισμού και της Αποτίμησης του Εκπαιδευτικού Έργου των Σχολικών Μονάδων και στο άρθρο 3 περιλαμβάνονται τρία (3) παραρτήματα, με τα οποία καθορίζεται ο τύπος των εκθέσεων προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολείων, και οι συμπερασματικές εκθέσεις για τη διαδικασία προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων των ΠΕ.Κ.Ε.Σ.
  • Νόμος 4692/2020: Στο άρθρο 20 προβλέπεται η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και διδακτικού έργου των εκπαιδευτικών των Πειραματικών και Πρότυπων Σχολείων. Στο άρθρο 21 ορίζεται η διενέργεια περιοδικής εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων στα Πειραματικά και Πρότυπα Σχολεία. Ακολούθως στο Κεφάλαιο Δ΄, το άρθρο 33 αντικαθιστά το άρθρο 47 του ν.4547/2018 με το «Συλλογικό προγραμματισμό ε.ε. και ομάδες δράσεων επαγγελματικής ανάπτυξης». Το άρθρο 34, προσθέτει 47Α στο άρθρο 47 του ν. 4547/2018 την «Αυτοαξιολόγηση των σχ. μονάδων ως προς το εκπ/κό έργο τους». Το άρθρο 35 προσθέτει 47Β στο άρθρο 47 του ν. 4547/2018 την «Εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό έργο τους».

[1] Η ιστορική αναδρομή της εφαρμογής του/των μοντέλου/ων αξιολόγησης (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1) στη χώρα μας διευκολύνει την παρακολούθηση του σχετικού πλαισίου αλλά και του διαφορετικού κάθε φορά προσανατολισμού και της στοχοθεσίας της, ώστε να μπορεί να γίνει η συγκριτική ανάγνωση των νομοθετημάτων.  

[2] Με την κατάργηση 46 ειδικοτήτων ΕΠΑ.Λ., 2500 εκπαιδευτικοί τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, οι οποίοι επανήλθαν στην υπηρεσία αμέσως μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ.  

[3] Τα σχετικά νομοθετήματα με χρονολογική σειρά  παρατίθενται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, στο τέλος του κειμένου. 

[4]https://enotikoaristero.wordpress.com/2013/01/27/8o-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b5%ce%b4%cf%81%ce%b9%ce%bf-%ce%bf%ce%bb%ce%bc%ce%b5-a%ce%beio%ce%bbo%ce%b3h%cf%83h-toy-ek%cf%80ai%ce%b4eytikoy-ep%ce%b3oy  

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΝΟΜΩΝ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΜΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΚ

Βασικές διαφορές της αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων, όπως αυτή περιγράφεται:

Α) στον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο (4692/20) και την ΥΑ 6603/ΓΔ4/20.01.21 και
Β) στο προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο (4547/18, ΥΑ 1816/ΓΔ4/11.01.19)

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ 4692/20 και ΥA 6603/ΓΔ4/20.01.21

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ 4547/18 και ΥΑ 1816/ΓΔ4/11.01.19

Στον τίτλο του ΠΔ αναφέρεται: “Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων…”

Στον τίτλο του ΠΔ αναφέρεται: “Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων…” Καμία αναφορά σε εξωτερική αξιολόγηση. Άλλωστε η συνύπαρξη εξωτερικής και εσωτερικής αξιολόγησης ακυρώνει ουσιαστικά πλήρως τη δεύτερη.

Άρθρο 1: «Σκοπός της εσωτερικής αξιολόγησης είναι η συνεχής βελτίωση … σε επίπεδο σχολικής μονάδας και κατ’ επέκταση στο σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος». Τέτοιες διατυπώσεις δηλώνουν ότι η ευθύνη της βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος είναι αποκλειστικά υπόθεση της σχολικής μονάδας.

Η κεντρική ευθύνη μηδενίζεται.

Στους προτεινόμενους άξονες φαίνεται ότι για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος η ευθύνη της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής είναι καθοριστική: « Υλικοτεχνική υποδομή (εξοπλισμός, κτίριο, αίθουσες, ύπαρξη χώρων βιβλιοθήκης, σίτισης, εργαστηρίων, γραφείων, κ.α.) σε σχέση με την εξυπηρέτηση των αναγκών της σχολικής κοινότητας…», «… αξιοποίηση των οικονομικών πόρων που διαθέτει η Πολιτεία»,  «Συνεργασία μεταξύ σχολείου και δομών υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου»

Άρθρο 2: «Την ευθύνη για την υλοποίηση του συλλογικού προγραμματισμού και της εσωτερικής αξιολόγησης έχει ο/η Διευθυντής/τρια του σχολείου».

Η εσωτερική αξιολόγηση είναι αυτονόητα συλλογική διαδικασία. Ο Σύλλογος Διδασκουσών / Διδασκόντων έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Άρθρο 3: «Η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας γίνεται σε επίπεδο θεματικού άξονα, σε τετράβαθμη κλίμακα: 1 = μη επαρκής λειτουργία, με αρκετά σημεία προς βελτίωση, 2 = επαρκής λειτουργία με κάποια σημεία προς βελτίωση, 3 = καλή λειτουργία, με ελάχιστα σημεία προς βελτίωση, 4 = εξαιρετική λειτουργία»

Δεν υπάρχει κανενός είδους ποσοτικός δείκτης. Δεν υφίσταται ποσοτικοποίηση ποιοτικών διαδικασιών.

Άρθρο 4: «Τέλος, οι ομάδες δράσης παραθέτουν, ενδεικτικά, στοιχεία/τεκμήρια που στηρίζουν την αξιολογική αποτίμηση των Δράσεων». Η βαθμολόγηση ανά άξονα πρέπει να συνοδεύεται με αποδείξεις, ανοίγοντας το δρόμο για αξιολόγηση με βάση τις βαθμολογικές επιδόσεις των μαθητών, το ποσοστό εισαγωγής των μαθητών στα Πανεπιστήμια κλπ (βλ. έκθεση Πισσαρίδη)

Απόλυτη εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς και τα όσα καταγράφουν στις περιγραφικές εκθέσεις τους .

Δε ζητείται κανένα «τεκμήριο».

Υποχρεωτική συμμετοχή των εκπαιδευτικών στις ομάδες δράσης και με προκαθορισμένους άξονες και κριτήρια. Συγκεκριμένα:

 Άρθρο 4: «Κάθε εκπαιδευτικός δηλώνει συμμετοχή σε δύο τουλάχιστον Ομάδες Δράσης (Α & Β

Άρθρο 2 (Αξιολόγηση): “Αφορά στην αποτίμηση: (α) της λειτουργίας της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού έργου συνολικά, καθώς και (β) των επιμέρους Σχεδίων Δράσης, με βάση τα κριτήρια που έχουν οριστεί…”

Άρθρο 3: “Το έργο της σχολικής μονάδας αποτιμάται ως προς τις τρεις βασικές της λειτουργίες, οι οποίες εξειδικεύονται περαιτέρω σε επιμέρους θεματικούς άξονες.”

Υποχρεωτική συμμετοχή των εκπαιδευτικών στις ομάδες δράσης και με προκαθορισμένους άξονες και κριτήρια. Συγκεκριμένα:

 Άρθρο 4: «Κάθε εκπαιδευτικός δηλώνει συμμετοχή σε δύο τουλάχιστον Ομάδες Δράσης (Α & Β

Άρθρο 2 (Αξιολόγηση): “Αφορά στην αποτίμηση: (α) της λειτουργίας της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού έργου συνολικά, καθώς και (β) των επιμέρους Σχεδίων Δράσης, με βάση τα κριτήρια που έχουν οριστεί…”

Άρθρο 3: “Το έργο της σχολικής μονάδας αποτιμάται ως προς τις τρεις βασικές της λειτουργίες, οι οποίες εξειδικεύονται περαιτέρω σε επιμέρους θεματικούς άξονες.”

Άρθρο 4: «Η υλοποίηση Σχεδίου Δράσης στο πλαίσιο του πρώτου θεματικού άξονα, «Διδασκαλία, μάθηση και αξιολόγηση» (άρθρο 3) είναι υποχρεωτική για όλους τους εκπαιδευτικούς»

Στην Έκθεση Προγραμματισμού (άρθρο 2.1): «… καταγράφονται μέτρα, πρωτοβουλίες και δράσεις που προγραμματίζει η σχολική μονάδα να υλοποιήσει, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, στους θεματικούς άξονες και στις παραμέτρους που αποφασίζονται από το σύλλογο διδασκόντων».

Άρθρο 4:  «Ο Συλλογικός Προγραμματισμός… καταχωρίζεται στην ειδική ψηφιακή εφαρμογή του Ι.Ε.Π., μετά από έγκριση του Συλλόγου Διδασκόντων και αναρτάται στην ιστοσελίδα του σχολείου». Άρθρο 5: «Η Έκθεση Εσωτερικής Αξιολόγησης συμπληρώνεται και καταχωρίζεται μέχρι τις 25 Ιουνίου κάθε έτους στην ειδική ψηφιακή εφαρμογή του Ι.Ε.Π…», «Συνοπτική έκδοση της Έκθεσης Εσωτερικής Αξιολόγησης αναρτάται στην ιστοσελίδα του σχολείου».

Καμία υποχρεωτική ανάρτηση ούτε στην ιστοσελίδα του σχολείου, ούτε σε οποιαδήποτε πλατφόρμα.

Καμία σύγκριση/κατηγοριοποίηση σχολείων

Επιχειρείται συνεχώς η μεταβίβαση των ευθυνών του ΥΠΑΙΘ στα σχολεία. Ενδεικτικά, στον άξονα 13 «Ανάληψη επιμορφωτικών πρωτοβουλιών  του σχολείου» είναι σαφές ότι η ευθύνη επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών μεταβιβάζεται πλήρως στην σχολική μονάδα. Καμία επιμόρφωση από το ΥΠΑΙΘ και τις δομές υποστήριξης.

Άρθρο 2.4: «Στην Έκθεση Αποτίμησης… περιγράφονται: δ)Οι επιμορφωτικές και οι υποστηρικτικές δράσεις που κατά τη γνώμη του συλλόγου διδασκόντων προτείνονται να αναπτυχθούν από τις δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου».

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ από ΣΕΕ:

Άρθρο 6: Οι ΣΕΕ συντάσσουν στην πλατφόρμα του ΙΕΠ έκθεση εξωτερικής αξιολόγησης  για κάθε σχολική μονάδα, με τεκμηριωμένη αποτίμηση ανά θεματικό άξονα σε δεκάβαθμη κλίμακα.

Άρθρο 2.6:. Οι ΣΕΕ αφού μελετήσουν τις εκθέσεις προγραμματισμού και αποτίμησης των σχολείων εισηγούνται πιθανές βελτιώσεις στο Σύλλογο Διδασκόντων. Χωρίς έκθεση, χωρίς βαθμολόγηση, χωρίς ποσοτικούς δείκτες, χωρίς πλατφόρμες του ΙΕΠ. Δεν υπάρχει εξωτερική αξιολόγηση, αλλά εσωτερική συμβουλευτική ανατροφοδότηση από τους ΣΕΕ, ως παιδαγωγικούς υπευθύνους των σχολείων.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ από ΠΕΚΕΣ:

Άρθρο 7: «Το ΠΕ.Κ.Ε.Σ., αφού λάβει υπόψη τις ετήσιες Εκθέσεις Εσωτερικής Αξιολόγησης των σχολικών μονάδων καθώς και τις Εκθέσεις των Σ.Ε.Ε. για τα σχολεία ευθύνης τους, συντάσσει, στην ψηφιακή εφαρμογή του Ι.Ε.Π., Έκθεση Εξωτερικής Αξιολόγησης των σχολικών μονάδων ευθύνης του»

Τα ΠΕΚΕΣ κατέγραφαν μόνο το πλήθος των υλοποιηθέντων σχεδίων δράσης ανά θεματικό άξονα και 2 σχεδία δράσης ως καλές πρακτικές ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ. Δεν υπήρχε καμία αξιολόγηση των σχολικών μονάδων από τα ΠΕΚΕΣ

Τα ΠΕΚΕΣ κατέγραφαν μόνο το πλήθος των υλοποιηθέντων σχεδίων δράσης ανά θεματικό άξονα και 2 σχεδία δράσης ως καλές πρακτικές ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ. Δεν υπήρχε καμία αξιολόγηση των σχολικών μονάδων από τα ΠΕΚΕΣ

ΚΑΜΙΑ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΑΔΙΠΠΔΕ  στην αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών. Μάλιστα, με την παράγραφο (ιστ) του άρθρου 110 του ν.4547 είχαν καταργηθεί όλες οι αρμοδιότητες αξιολόγησης από την ΑΔΙΠΠΔΕ.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ από ΙΕΠ

Άρθρο 8: «Το Ι.Ε.Π. αξιοποιεί το περιεχόμενο της ειδικής ψηφιακής εφαρμογής σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του και εισηγείται σχετικά στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, σε συνεργασία με την Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε., στις περιπτώσεις που

αυτό κρίνεται ενδεδειγμένο ή αναγκαίο»

 

Επιπλέον, με το άρθρο 91 του ν. 4763/20 ¨Σκοπός και αρμοδιότητες του ΙΕΠ¨ προστέθηκε η φράση: «Συνδράμει το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων σε θέματα αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου και αξιολόγησης σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών κατά τις κείμενες διατάξεις».

ΚΑΜΙΑ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΙΕΠ στην αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών.

 

 Οι μόνες σχετικές αρμοδιότητες του ΙΕΠ ήταν

(άρθρο 47.6 του ν.4547/2018): “Το Ι.Ε.Π. μελετά συστηματικά τις συμπερασματικές εκθέσεις των ΠΕ.Κ.Ε.Σ., …και: α) εισηγείται προς τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων τρόπους βελτίωσης των διαδικασιών προγραμματισμού και αποτίμησης, β) διατυπώνει παρατηρήσεις επί των συμπερασματικών εκθέσεων των ΠΕ.Κ.Ε.Σ., τις οποίες κοινοποιεί στα Κέντρα αυτά.

Άρθρο 9: «Βάσει της παρ. 9 του άρθρου 33 του ν. 4692/2020, το Ι.Ε.Π. αναλαμβάνει την ανάπτυξη και λειτουργία ειδικής ψηφιακής εφαρμογής στην οποία συντάσσονται (α) ο Συλλογικός Προγραμματισμός των σχολικών μονάδων, (β) η ετήσια Έκθεση Εσωτερικής Αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, (γ) οι Εκθέσεις Εξωτερικής Αξιολόγησης των Σ.Ε.Ε. Παιδαγωγικής Ευθύνης, και (δ) η Έκθεση Εξωτερικής Αξιολόγησης από τα ΠΕ.Κ.Ε.Σ. για το σύνολο των σχολικών μονάδων της οικείας Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης».

ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΚΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΤΟΥ ΙΕΠ ΔΕΝ ΠΡΟΒΛΕΠΟΤΑΝ

Η υποχρεωτική ανάρτηση των Εκθέσεων στην ιστοσελίδα του ΙΕΠ ανοίγει το δρόμο για τη δημοσιοποίηση καταλόγου σύγκρισης και κατάταξης των σχολείων με στόχο αργότερα την επιλογή σχολείου από τους γονείς με κριτήριο την επίδοσή τους.

Όσον αφορά στις θέσεις της ΟΛΜΕ:

Υπάρχει η απόφαση του 8ου Συνεδρίου η οποία ουδέποτε ανετράπη από απόφαση μεταγενέστερου Συνεδρίου. Το 8ο Συνέδριο περιγράφει μία εσωτερική-ανατροφοδοτική διαδικασία αυτοαξιολόγησης από το Σύλλογο Διδασκόντων, με το ρόλο του σχολικού συμβούλου να είναι καθοδηγητικός, συμβουλευτικός και παιδαγωγικός. Οι διαδικασίες του 4547/18 βασίζονται στις αρχές και τις προϋποθέσεις που έθεσε το 8ο Συνέδριο και γι’ αυτό άλλωστε ουδέποτε ψηφίστηκε από τον κλάδο απεργία αποχή από τις διαδικασίες αυτοαξιολόγησης του 4547/18, ούτε σε ΓΣ Προέδρων, ούτε και σε Συνέδριο της ΟΛΜΕ, αν και τέθηκε επανειλημμένως σε ψηφοφορία.   Αντιθέτως, οι διαδικασίες εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης που προβλέπονται στον ν.4692 είναι αντίθετες με όσα περιγράφονται στην απόφαση του 8ου Συνεδρίου της ΟΛΜΕ. Αποσκοπούν στην κατηγοριοποίηση των σχολείων, την μεταβίβαση των ευθυνών του ΥΠΑΙΘ στις σχολικές μονάδες και στους εκπαιδευτικούς, την ενοχοποίηση σχολείων, εκπαιδευτικών, μαθητών και γονιών για τα προβλήματα του δημόσιου σχολείου και τελικά τον αποχαρακτηρισμό της Παιδείας από δημόσιο αγαθό. Γι’ αυτό και ο κλάδος στην ΓΣ των Προέδρων στις 5/9/20 αποφάσισε την κήρυξη απεργίας αποχής από τις διαδικασίες αξιολόγησης που προβλέπονται από το ν.4692/20 και την ΥΑ 6603/ΓΔ4/20.01.21

Μοιραστείτε το

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin